Συμβολή στον διάλογο για την προωθούμενη μεταρρύθμιση στα θέματα της γονικής μέριμνας από μια φεμινιστική σκοπιά

Σ

Περί Θεσμών και Διαδικασιών

Γνωρίζουμε καλά ότι οι διαδικασίες αλλαγών ή μεταρρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου έχουν ιστορικά αποτελέσει πεδία όπου δοκιμάζονται οι σύγχρονες αντιλήψεις και η ιδεολογία για τους έμφυλους ρόλους και καταμερισμούς και για τον  ρόλο της οικογένειας σε κάθε κοινωνία. Ειδικότερα, για την περίπτωση της Ελλάδας η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου κατά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα ήταν ένα εμβληματικό σημείο αναφοράς, όχι μόνο γιατί κατήργησε παρωχημένες και αντιδραστικές διατάξεις συμβάλλοντας καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό του εγχώριου θεσμικού πλαισίου αλλά ακόμη σημαντικότερα γιατί αποτύπωσε με θεσμικό – τυπικό τρόπο συλλογικές φεμινιστικές διεκδικήσεις για την έμφυλη ισότητα και τον εκδημοκρατισμό των οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες αντανακλούσαν ώριμες πρακτικές και αντιλήψεις στην ελληνική κοινωνία της εποχής.

Προφανώς, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, εύλογα ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με την ανάγκη βελτίωσης και εκ νέου εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει τις οικογενειακές σχέσεις, έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας. Βεβαίως, αυτή η διαδικασία της μεταρρύθμισης ενός θεσμικού πλαισίου δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτή ως μια πολιτικά ουδέτερη διαδικασία, που καθοδηγείται από άτυπους θεσμούς, που δεν υπόκεινται σε λαϊκό  έλεγχο  αλλά αντίθετα οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιου  διαλόγου και διαβούλευσης.

Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει με τις πρωτοβουλίες για την «Αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου» που έχει αναλάβει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, συστήνοντας από τον περασμένο Απρίλιο μια ομώνυμη ανεξάρτητη επιτροπή για να μελετήσει και να εισηγηθεί τροποποιήσεις στο οικογενειακό δίκαιο. Η εισήγηση της τελευταίας για τις τροποποιήσεις για την άσκηση της γονικής μέριμνας και φροντίδας του παιδιού μετά το διαζύγιο έχουν αποτελέσει αφορμή για την ανακίνηση της δημόσιας συζήτησης – συχνά και με υψηλούς τόνους- για τα θέματα αυτά. Η συζήτηση αυτή όμως, με κύρια ευθύνη της κυβέρνησης και των αρμόδιων θεσμών διεξάγεται με αποσπασματικό τρόπο και στη βάση υποθέσεων και διαρροών στον τύπο καθώς το κείμενο του σχεδίου νόμου δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ούτε έχει τεθεί σε διαβούλευση, ενώ μοναδικές αναφορές αποτελούν το «Προσχέδιο τροποποιήσεων οικογενειακού δικαίου» και το «Σύντομο memo για ν/σ οικογενειακού».

Η καθυστέρηση της δημοσιοποιήσης ενός σχεδίου νόμου και η παράκαμψη των διαδικασιών διαβούλευσης δυστυχώς δεν μας εκπλήσσει, καθώς έχει αποδειχτεί να είναι μέρος των πάγιων πρακτικών που ακολουθεί η κυβέρνηση και εξυπηρετεί τη χειραγώγηση του δημόσιου διαλόγου και την παράκαμψη της κοινωνίας που αξιώνει να συμμετέχει και να τοποθετείται σχετικά με τόσο κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.  Επιπλέον, η προνομιακή επικοινωνία που φαίνεται πως διατηρεί με συγκεκριμένες ομάδες πολιτών ενώ γενικά έχει περιορίσει τον χώρο της πολιτικής διαβούλευσης για το νομοσχέδιο, δημιουργεί ακόμη πιο άνισες συνθήκες και δεν δίνει τη δυνατότητα σε φεμινιστικές και γυναικείες συλλογικότητες, σωματεία και άλλες ομάδες να τοποθετηθούν ολοκληρωμένα σχετικά με το ζήτημα.

Ποιό δίκαιο για ποιά οικογένεια;

Πέραν όμως της δίκαιης κριτικής που ασκείται στην  κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, για τις μεθοδεύσεις και τον αυταρχισμό με τον οποίο επιχειρεί να εισαγάγει μια τόσο σημαντική μεταρρύθμιση – ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει μια πολιτική διαχείρισης της πανδημίας που εντείνει τις ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ανισότητες και κανονικοποιεί τις αντιδημοκρατικές πρακτικές και την καταστολή- εκτιμούμε ότι είναι σημαντικό να εισφέρουμε στη συζήτηση και κάποιες σκέψεις  για την οικογένεια, τους έμφυλους ρόλους και τον καταμερισμό της φροντίδας.

Αρχικά, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το υπάρχον οικογενειακό δίκαιο και θεσμικό πλαίσιο αγνοούν πλήρως ή  αναγνωρίζουν μερικώς διάφορες μορφές οικογενειών και οικογενειακών σχέσεων – οικογένειες με ομόφυλους γονείς, μεταναστευτικές οικογένειες, μονογονεϊκές οικογένειες κα.- και συνεπώς αποτυγχάνουν να τους αναγνωρίσουν τη δυνατότητα της ισότιμης πρόσβασης σε υποστηρικτικές δομές, γονικές άδειες και άλλες μορφές ενίσχυσης της κοινωνικό – οικονομικής τους θέσης, επιδόματα κοκ.  Επιπλέον, η μη αναγνώριση των εναλλακτικών μορφών οικογένειας που δεν εμπίπτουν στο ετεροκανονικό πρότυπο των έμφυλων σχέσεων από το οικογενειακό δίκαιο, ενισχύει τον κοινωνικό τους αποκλεισμό και τις ρατσιστικές διακρίσεις σε βάρος τους στο σχολείο και στην εργασία και στην πρόσβαση στη δημόσια διοίκηση. Υπό την έννοια αυτή, μια διαδικασία μεταρρύθμισης ή «αναμόρφωσης» όπως καλείται που δεν περιλαμβάνει αυτές τις όψεις, είναι εξαιρετικά μερική και μάλλον αντανακλά  «στενές» αντιλήψεις των νομοθετών για το είδος των οικογενειακών σχέσεων που απασχολούν το οικογενειακό δίκαιο.

Ακόμη, μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι μερική και περιορισμένη στον βαθμό που δε συνοδεύεται από ένα σύνολο πολιτικών που να ενισχύουν και ενθαρρύνουν περισσότερο ισότιμους καταμερισμούς σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των παιδιών, όπως για παράδειγμα πολιτικών για τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, οι οποίες έχουν «εγκαταλειφθεί» ως σχέδιο από το ελληνικό κράτος ήδη από το 2008. Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι κρίνουμε την ιδέα της συνεπιμέλειας των παιδιών καθαυτή ως προβληματική, αντιθέτως εκτιμούμε ότι σε ένα προωθητικό κοινωνικά θεσμικό πλαίσιο για την οικογένεια, η θεσμοθέτηση της συνεπιμέλειας θα μπορούσε να συμβάλλει στην έμπρακτη αμφισβήτηση έμφυλων στερεοτύπων, αλλά και της κυρίαρχης πρακτικής του επιμερισμού δυσανάλογων ευθυνών φροντίδας των παιδιών στις μητέρες τους μετά από ένα διαζύγιο. Το φεμινιστικό κίνημα διαχρονικά αμφισβητεί τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους και τη φυσικοποιήση της μητρότητας και υπό όρους αντιμετωπίζει θετικά  -χωρίς βέβαια να εξαντλεί το ενδιαφέρον του σε αυτές καθώς η πάλη ενάντια στην πατριαρχία είναι μια πολύπλευρη συμβολική, υλική και ιδεολογική διαδικασία-  θεσμικές μεταρρυθμίσεις που να ευνοούν μεγαλύτερη ισότητα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Προτάσεις  από μια φεμινιστική σκοπιά:

  • Κριτική στη διάσταση της υποχρεωτικότητας

Σε συνέχεια της παραπάνω ανάλυσης για τον καταμερισμό των ευθυνών μιας οικογένειας και στους δύο γονείς, η συνεπιμέλεια των τέκνων μετά από ένα διαζύγιο θα μπορούσε να είναι και ένα θετικό βήμα από φεμινιστική σκοπιά, αναλόγα με το πλαίσιο στο οποίο εφαρμόζεται. Ωστόσο, η υποχρεωτική συνεπιμέλεια των τέκνων που προσπαθεί να υλοποιήσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στο σήμερα δεν θα μπορούσε να αποτελεί ένα βήμα προς μια προοδευτική κατεύθυνση, καθώς έρχεται ύστερα από πιέσεις συγκεκριμένων ομάδων “μπαμπάδων” και προωθείται με σύντομες διαδικασίες εν μέσω πανδημίας. Οι έξι εξαιρέσεις από την υποχρεωτική συνεπιμέλεια όπως αναφέρονται στο νομοσχέδιο – στη μορφή που έχει διαρρεύσει μέχρι σήμερα-, υπάρχει μεγάλη περίπτωση να μην εφαρμοστούν γνωρίζοντας τις πρακτικές του αστικού δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδείξει ότι δεν είναι αμερόληπτο παρά αποφασίζει ανάλογα με το ποιούς ή ποιές έχει απέναντί του. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η περίπτωση της ενδοοικογενειακής και/ή έμφυλης βίας που μπορεί να ασκείται από τα ένα από τα ενήλικα μέλη της οικογένειας, καθώς η ύπαρξη της μέσα σε μια οικογένεια ή σε ένα ζευγάρι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να αποδειχθεί στο δικαστήριο. Πολλές φορές το φεμινιστικό κίνημα έχει έρθει αντιμέτωπο με καταστάσεις όπου η γυναίκα δέχεται σεξουαλική κακοποίηση μέσα ή εκτός σχέσης και η αντιμετώπιση των αστυνομικών και δικαστών αρχών είναι η άδικη μεταφορά της ευθύνης στο θύμα, με πρόσχημα σεξιστικά στερεότυπα. Πρόκειται για μια πρακτική που συχνά αφήνει στο απυρόβλητο τους κακοποιητές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, η επιβολή συνεπιμέλειας είναι μια εσφαλμένη απόφαση και είναι πιθανό να οδηγήσει σε πολύ προβληματικές καταστάσεις τόσο για το μέρος που δέχεται τη βία, -στις περισσότερες περιπτώσεις τη γυναίκα- η οποία θα αναγκαστεί να επικοινωνεί σε τακτική βάση με τον κακοποιητή της, αλλά και στο παιδί στο οποίο δεν θα δοθεί η δυνατότητα να μεγαλώσει σε ένα ασφαλές και ισορροπημένο περιβάλλον. Από αυτή την οπτική η υποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας είναι ένα σημείο του νέου νομοσχεδίου το οποίο δεν είναι προωθητικό για την προσέγγιση της ισότητας των φύλων και θα πρέπει να διερευνηθεί ένας άλλος τρόπος εφαρμογής της συνεπιμέλειας των τέκνων με κύριο γνώμονα την ασφάλεια και την ευημερία των μερών της οικογένειας και κυρίως των παιδιών.

  • Αναγνώριση του δικαιώματος της τεκνοθεσίας για ομόφυλα ζευγάρια

Το 2015 ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης και από ομόφυλα ζευγάρια χωρίς όμως να τους δίνεται η δυνατότητα για από κοινού τεκνοθεσία. Το νέο οικογενειακό δίκαιο που προωθείται από τη Νέα Δημοκρατία δεν αναφέρεται πουθενά σε εναλλακτικές μορφές οικογένειας (με ομόφυλους, αμφιφυλόφιλους, τρανσέξουαλ γονείς κ.α.) αφήνοντάς τες για άλλη μια φορά στην αφάνεια και προωθεί μόνο  αλλαγές στα πλαίσια της ετεροκανονικής ετερόφυλης οικογένειας. Τα μη ετερόφυλα ζευγάρια που είτε είναι αναγνωρισμένα από το κράτος με σύμφωνο συμβίωσης, είτε όχι, δεν μπορούν να τεκνοθετήσουν μαζί και να αναγνωριστούν ως οικογένεια από το κράτος δικαίου, προκαλώντας προβλήματα μη αναγνώρισης δημόσιων παροχών που δικαιούνται σαν γονείς, προβλήματα πρόσβασης στη δημόσια διοίκηση και υγεία κ.ά. Η ανατροφή ενός παιδιού μέσα σε μια οικογένεια με ομόφυλους γονείς, που  παρέχεται αγάπη και ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον, θα έπρεπε να προτιμάται από πολλές άλλες προβληματικές καταστάσεις μέσα στις οποίες θα μπορούσε να μεγαλώσει και ακόμα μεγαλώνουν παιδιά σήμερα. Η δυνατότητα ενός ανθρώπου να είναι καλός γονέας δεν είναι ζήτημα σεξουαλικών προτιμήσεων ή ταυτότητας φύλου, αλλά κυρίως εξαρτάται από τον χαρακτήρα του, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που ετερόφυλοι γονείς μέσα σε ετεροκανονικές οικογένειες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις γονικές τους υποχρεώσεις. H διάκριση εναντίον των ομόφυλων ζευγαριών πρέπει να σταματήσει και το νέο οικογενειακό δίκαιο θα πρέπει να κάνει ορατές και τις μη ετερόφυλες οικογένειες, κάνοντας το πρώτο βήμα και αναγνωρίζοντας τη δυνατότητά τους να τεκνοθετούν από κοινού παιδιά.

Σε κάθε περίπτωση προωθητικές σε αυτή την διαδικασία μπορούν να είναι:

  • Η ενίσχυση της πολιτικής για την εξάλειψη της έμφυλης βιας.
  • Η δημιουργία δομών για τη στέγη και την κοινωνική υποστήριξη των γυναικών, παιδιών και άλλων υποκειμενικότητων που έχουν υποστεί βία για λόγους φύλου και σεξουαλικού προσαντολισμού.
  • Η δημιουργία προϋποθέσεων για δημοκρατικό διάλογο για τα θέματα της οικογένειας και το πλαίσιο ρύθμισης τους.
  • Η θεσμική αναγνώριση των άλλων μορφών οικογενείας πέρα από την μορφή οικογένειας που συνίσταται από ετερόφυλους γονείς.
  • Η αναγνώριση ισότιμων δικαιωμάτων στους ομόφυλους γονείς στα θέματα της φροντίδας, της νομικής εκπροσώπησης του παιδιού που ανατρέφουν και της πρόσβασης σε επιδόματα και άλλες πολιτικές κοινωνικο-οικονομικής ενίσχυσης των γονέων.
  • Η προώθηση πολιτικών για τη συμφιλίωση εργασιακής – οικογενειακής ζωής.
  • Η επέκταση του θεσμού της άδειας πατρότητας.
  • Η άντληση παραδειγμάτων από τη διεθνή εμπειρία: Το παράδειγμα της εναλλασσόμενης κατοικίας των γονέων παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική διαχείριση του ζητήματος της κατοικίας του παιδιού και ενδεχομένως πρέπει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να εξετάζεται ως μια ενδεχόμενη ρύθμιση με γνώμονα το συμφέρον κάθε παιδιού.
  • Η φεμινιστική εκπαίδευση και πολιτική κουλτούρα μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα στο σχολείο και στους χώρους εργασίας.

*Η εικόνα που συνοδεύει τη δημοσίευση είναι της Feminist Art Collective (FAC).

Σχετικά με τον συγγραφέα

Πρόσφατα Κείμενα

Άρχειο

Categories

Μπορείτε να μας βρείτε: