Της Βαλεντίνης Σαμπεθάι
πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά: friktionmagasin.dk
στα ελληνικά: Ιούνιος 2018, η κιουρί@ τεύχος 0
Το να συμπεριληφθεί ένα άρθρο για τη σεξεργασία σε ένα τεύχος που ασχολείται με την έμφυλη βία φέρει ένα κάποιο ρίσκο. Η σχέση μεταξύ των δύο μπορεί για κάποιους να φαίνεται προφανής, σε σημείο που συχνά ταυτίζεται η μεν με τη δε (βλέπε δηλώσεις όπως «η πορνεία είναι βιασμός», «η πορνεία είναι βία κατά των γυναικών» κτλ.). Κρίνοντας ότι τέτοιου είδους εξισωτικές στάσεις μπορεί να καταλήγουν συγχρόνως να αποσιωπούν αλλά και να συμβάλλουν στην ενίσχυση της καθημερινής και συστημικής βίας που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι/ες στη βιομηχανία του σεξ, αυτό το άρθρο αναδεικνύει τη σχέση βίας- σεξεργασίας από μια πιο πολύπλοκη/σύνθετη σκοπιά, αντιμετωπίζοντας το επάγγελμα στο ευρύτερο πλαίσιό του. Η βία υπάρχει εντός και εκτός πιάτσας· ρατσιστική, πατριαρχική, ταξική, σεξουαλική, λεκτική, σωματική. Αλλά υπάρχει και η καθημερινή βία που προέρχεται από τη θυματοποίηση και από ένα πολιτικό πλαίσιο όπου τα ίδια τα υποκείμενα δεν κρίνονται ικανά να λάβουν δράση ή να εκφέρουν λόγο για την κατάστασή τους.
Τον Ιανουάριο του 2017, μια σειρά από αφίσες εμφανίστηκαν στους δρόμους του Vesterbro, μιας γειτονιάς της Κοπεγχάγης που είναι γνωστή ως το red light district της πόλης. Χωρίς να υπογράφονται από κάποια πολιτική ομάδα, οι αφίσες έγραφαν, στα αγγλικά και στα δανέζικα:
Οι αληθινοί άντρες δεν αγοράζουν γυναίκες
Και
Η χαρούμενη πόρνη ζει μόνο στη φαντασία σου
Κρεμασμένες παντού γύρω από την Istedgade, το δρόμο που αποτελεί την κύρια πιάτσα της γειτονιάς, όπου διεξάγεται η πλειονότητα της σεξεργασίας του δρόμου και βρίσκονται πολλά στριπτιζάδικα, οι αφίσες έφεραν ένα επιθετικό μήνυμα- κυρίως για τους πολλούς εργαζόμενους στο σεξ- που αναγκάζονταν να τις βλέπουν εν ώρα εργασίας ή περνώντας από κει.
«Θύματα» και «χαρούμενες πόρνες»
Αλλά τί ήταν αυτό που προσπαθούσαν να πετύχουν αυτές οι αφίσες; Αφενός, το μήνυμα «οι αληθινοί άντρες δεν αγοράζουν γυναίκες» απευθυνόταν κυρίως στους άντρες ως πιθανούς πελάτες, με μια αμφίβολη επίκληση στην κανονιστική αρρενωπότητα· αφετέρου, οι «χαρούμενες (ή μη) πόρνες» είναι από ό,τι φαίνεται οι διάφορες γυναίκες που πουλάνε σεξ στην Istedgade. Καθώς πλέον η σεξεργασία που συμβαίνει στο δρόμο γίνεται κυρίως από μετανάστριες ή μετανάστες, συνήθως γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Νιγηρία, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι αφίσες αναφέρονται σε αυτές, ίσως όμως να συμπεριλαμβάνουν και εργαζόμενες σε εσωτερικούς χώρους της γύρω περιοχής.
Εκ πρώτης όψεως, σκοπός της καμπάνιας με τις αφίσες ήταν να επαναπροσδιορίσουν αυτές τις γυναίκες όχι σαν «χαρούμενες πόρνες» αλλά σαν θύματα. Αυτό είναι ένα κλασικό παράδειγμα του πώς η συζήτηση σχετικά με τη σεξεργασία πολώνεται μεταξύ καρικατούρων που έχουν ελάχιστη σχέση με τις πραγματικότητες που βιώνουν οι ίδιες οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι. Τί σημαίνει «χαρούμενη πόρνη» και γιατί η μόνη εναλλακτική είναι ένα θύμα; Επιδεικνύοντας μια παντελή έλλειψη πολυπλοκότητας στη σκέψη, και οι δύο χαρακτηρισμοί βασίζονται σε ένα απλουστευτικό δίπολο ανάμεσα στην ελεύθερη επιλογή και τον εξαναγκασμό. Υπερβολικά συχνά, το ντιμπέιτ για τη σεξεργασία αναλώνεται σε ερωτήσεις του τύπου, «μα αν δεν είχαν ανάγκη να το κάνουν, θα το έκαναν;», «αν μπορούσαν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά, θα επέλεγαν τη σεξεργασία;», ή, τέλος, «μα τους αρέσει;».
Στο Travel, ένα συμμετοχικό εθνογραφικό ντοκιμαντέρ του κοινωνιολόγου Nicola Mai περί μετανάστευσης και σεξεργασίας, ο σκηνοθέτης ρωτάει μια Νιγηριανή σεξεργάτρια στο Παρίσι: «Ήταν δική σου απόφαση να κάνεις αυτή τη δουλειά;» Πρώτα του απαντάει «Όχι». Όταν στη συνέχεια τη ρωτάει, «Σε ανάγκασε κάποιος;», η απάντησή της είναι αξιοσημείωτη: «Κανείς δεν με ανάγκασε. Η ερώτηση αυτή είναι πολύ μεγάλη. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκουμε τους εαυτούς μας εδώ».
Με τρεις σύντομες φράσεις, αυτή η γυναίκα εκθέτει τη δυσκολία του να απαντηθούν επαρκώς τέτοιες ερωτήσεις, χωρίς να τεθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτά τα ερωτήματα αγνοούν παντελώς το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε. Δηλαδή, μια καπιταλιστική κοινωνία όπου η μεγάλη πλειονότητα πρέπει να δουλεύει για να ζει, και όπου κεφάλαιο, πόροι, και κινητικότητα είναι κατανεμημένα με βαθιά άνισους τρόπους, γεωγραφικά και όχι μόνο. Η απαίτηση ότι πρέπει σε όλους να αρέσει η δουλειά τους, ή ότι θα επέλεγαν να την κάνουν ακόμα κι αν δεν είχαν ανάγκη τα χρήματα, είναι παράλογη. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το ότι, για μια γυναίκα με επισφαλές μεταναστευτικό στάτους, οι δουλειές που είναι διαθέσιμες σε χώρες όπως η Δανία ή η Γαλλία (όπου και είναι γυρισμένο το ντοκιμαντέρ), είναι αμέσως πιο περιορισμένες. Σε γενικές γραμμές εντάσσονται στη βιομηχανία γύρω από τη φροντίδα και μπορεί να περιλαμβάνουν οικιακή εργασία, φροντίδα ηλικιωμένων, ή σεξεργασία. Ενώ όλες αυτές οι δουλειές είναι επισφαλείς, κακοπληρωμένες και χρονοβόρες, συγχρόνως ενδέχεται να περιλαμβάνουν κακές εργασιακές συνθήκες, η σεξεργασία είναι η πιο επικερδής. Έτσι, δεν είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί, έχοντας να διαλέξει ανάμεσα από ομολογουμένως περιορισμένες επιλογές, μπορεί κάποια/ος να αποφασίσει να εργαστεί στο σεξ ώστε να μαζέψει χρήματα πιο γρήγορα, ίσως για να τα στείλει πίσω στην οικογένειά της/του, να τα χρησιμοποιήσει για να προχωρήσει με τη ζωή της/του, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο κρίνει σκόπιμο. Αυτές οι γυναίκες δεν χρειάζεται να είναι ούτε «χαρούμενες πόρνες», ούτε θύματα για να είναι αποδεκτή η δουλειά τους. Είναι ήδη μετανάστριες που συνειδητά οργανώνουν το ταξίδι τους με επίγνωση της δουλειάς που τις περιμένει, και που καταφέρνουν να φτιάξουν μια ζωή και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην σε χώρες που είναι εχθρικές στην παρουσία τους εκεί.
Πέραν αυτού, υπάρχει το ενδεχόμενο σε κάποια/ον που εργάζεται στο σεξ να αρέσουν στοιχεία της δουλειάς που κάνει, ή και να αισθάνεται ότι ενδυναμώνεται μέσα από αυτή. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι συνθήκες εργασίας είναι κακές, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ευρύτερα πλαίσια διαρθρωτικής και καθημερινής βίας στα οποία βρίσκουν ήδη τον εαυτό τους πολλοί και πολλές εργαζόμενες/οι στο σεξ· δηλαδή, τις διαπλεκόμενες συνθήκες φτώχειας, ρατσισμού, σεξισμού, ομοφοβίας, τρανσφοβίας κλπ. Όπως έχει υποδείξει η κοινωνιολόγος Elizabeth Bernstein, αξίζει να διερωτηθούμε εδώ εάν η σεξεργασία μπορεί, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, να «αποτελέσει έναν τρόπο ή μια απόπειρα διαφυγής από ακόμα πιο βαθιά παραβιαστικές κοινωνικές συνθήκες»((2007:3, μετάφραση δική μου)).
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με «χαρούμενες πόρνες», και δεν έχει να κάνει με θύματα. Τα αληθινά διακυβεύματα έχουν περισσότερη σχέση με την εργασία, τη μετανάστευση, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, και συστήματά ανισότητας· τις δομές και τις δυνάμεις που δίνουν υπόσταση στις συνθήκες ζωής και ζωτικότητας, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν.
Σεξεργασία στο δρόμο, εξευγενισμός και διαφύλαξη των συνόρων
Μετά από επίμονο ψάξιμο, βγήκε στην επιφάνεια ότι η καμπάνια για τις «χαρούμενες πόρνες» και τους «αληθινούς άντρες» δεν αποτελούσε πρωτοβουλία καλοπροαίρετων (αν και παραπλανημένων) πολιτών που προσπάθησαν να «κάνουν κάτι» για αυτό που οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ως κοινωνικό πρόβλημα. Αντίθετα, ήταν ένα από τα νεοαφιχθέντα, ακριβά ξενοδοχεία της περιοχής που τύπωσε και κόλλησε τις αφίσες. Πρόκειται για μια μικρή αλλά σημαντική ένδειξη μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει από τότε που η γειτονιά ήταν το αντικείμενο ενός μεγαλεπήβολου έργου αστικής ανάπλασης. Καθώς το Vesterbro εξευγενίζεται, το κλίμα απέναντι στις σεξεργάτριες και άλλες ευάλωτες ομάδες στο δρόμο γίνεται όλο και πιο εχθρικό. Πολλά ξενοδοχεία πλέον αρνούνται να νοικιάσουν δωμάτια με την ώρα, ή κάνουν τις υπηρεσίες τους εντελώς απρόσιτες στις σεξεργάτριες, που βρίσκονται σε ολοένα και λιγότερα ασφαλή μέρη για να πάνε με τους πελάτες τους. Συγχρόνως, η ξαφνικά μοδάτη γειτονιά αρχίζει να έχει απήχηση σε νέες επιχειρήσεις, οικογένειες, και καταναλωτές, που συχνά φέρνουν μαζί τους πιο μεσοαστικές αξίες και ηθικές. Τέτοιου είδους στάσεις έχουν επίδραση στην αστυνόμευση της περιοχής, καθώς τα αυξανόμενα παράπονα και οι καταγγελίες οδηγούν σε περισσότερες περιπολίες και επιδρομές ενάντια στους εργαζόμενους στο δρόμο.
Αν έχουμε μάθει κάτι από παραδείγματα άλλων πόλεων και από πολυάριθμες έρευνες((Για παράδειγμα: αναφορά του TAMPEP ”The situation of national and migrant sex workers in Europe today”, 2015 και αναφορά του ICRSE ”Surveiled. Exploited. Deported. Rights violations against migrant sex workers in Europe and Central Asia”, 2016.))που έχουν διεξαχθεί από οργανώσεις και σωματεία εργαζομένων στο σεξ, η πιο επίμονη αστυνόμευση δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει τις/τους εργαζόμενες/ους στο σεξ. Αντιθέτως, συχνά έχει ως αποτέλεσμα να τις/τους εκτοπίσει σε πιο υπόγειες καταστάσεις και πιο περιορισμένους χώρους. Αντιμέτωπες με την απειλή της αστυνομίας, οι εργαζόμενες στο σεξ έχουν λιγότερο χρόνο να διαπραγματευτούν ή να τσεκάρουν πιθανούς πελάτες. Επίσης σε χωρικό επίπεδο, η συμπίεση της πιάτσας, λόγω του ανερχόμενου εξευγενισμού, αυξάνει τις τριβές και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των εργαζομένων στο δρόμο. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών για τις διάφορες υπηρεσίες και να εξαναγκάσει τις εργαζόμενες να δεχτούν πιο δύσκολα ή επικίνδυνα ραντεβού με πελάτες που αλλιώς θα μπορούσαν να αρνηθούν (Bernstein 2007:66). Ο συνδυασμός του αυξημένου ανταγωνισμού και της ολοένα και μειωμένης πρόσβασης σε χώρους εργασίας, όπου οι σεξεργάτριες μπορούν να έχουν τον έλεγχο, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια απότομη πτώση του επιπέδου στις εργασιακές συνθήκες και την ασφάλεια.
Καθώς οι πόλεις υποβάλλονται σε ταχείς μετασχηματισμούς και ανακατατάξεις, η γενική κίνηση είναι να μετακινηθεί η βιομηχανία του σεξ προς τα μέσα, ή προς το Ίντερνετ, εκεί που η κατανάλωση μπορεί να συνεχιστεί «ανενόχλητη» χωρίς να είναι ορατή στο δημόσιο χώρο. Κι όμως, αυτή η διεργασία είναι μερική και όχι χωρίς τις συγκρούσεις τις. Ανάλογα με τις συνθήκες που βρίσκουν τον εαυτό τους, οι εργαζόμενοι στο σεξ έχουν διαφορετικού είδους πρόσβαση στην αγορά εργασίας και στη βιομηχανία του σεξ. Με βάση παράγοντες όπως η υπηκοότητα, η άδεια εργασίας, ή η έλλειψή τους, για κάποιες/ους το πεζοδρόμιο παραμένει η καλύτερη ή η μόνη επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι οι μετανάστριες/στες εργαζόμενες/οι στο σεξ συχνά θα φέρουν το βάρος της αυξημένης αστυνόμευσης καθώς ο εξευγενισμός συναντά τη διαφύλαξη των συνόρων.
Συχνά παίρνοντας τη μορφή μέτρων ενάντια στο trafficking, η καταστολή των εργαζομένων στο σεξ του δρόμου παίρνει έντονα φυλετικοποιημένες αποχρώσεις. Οι μετανάστριες σεξεργάτριες αντιμετωπίζονται είτε σαν «εγκληματίες» (δηλαδή παράνομες μετανάστριες), είτε σαν θύματα που έχουν διακινηθεί στη βιομηχανία του σεξ εν μέσω εξαναγκασμού ή παραπλάνησης((Sine Plambech: www.opendemocracy.net)). Σε καμία περίπτωση η μετανάστευση δεν αναγνωρίζεται σαν μια έγκυρη στρατηγική διαβίωσης και στήριξης αγαπημένων προσώπων, ή και ανέλιξης προς μια καλύτερη ζωή. Αυτή η στάση γίνεται φανερή αν δούμε πως αντιμετωπίζεται η σεξεργασία σε κάθε περίπτωση .Όταν στη Δανία κάποια κριθεί θύμα σωματεμπορίας, έχει την επιλογή της «ανθρωπιστικής απέλασης» (Plambech 2014), σύμφωνα με την οποία θα επιστραφεί στη χώρα προέλευσής της και θα λάβει μια μικρή οικονομική και κοινωνική υποστήριξη ώστε να «επανενταχθεί». Το άσυλο ή η κανονικοποίηση του τυχόν παράτυπου μεταναστευτικού της στάτους στη Δανία δεν αποτελούν επιλογή, ή τουλάχιστον παραχωρούνται σπανιότατα. Συναντώντας έντονη ανασφάλεια στη χώρα προέλευσης, κατόπιν επιστροφής, πολλές μετανάστριες επιλέγουν να ξανακάνουν το ακριβό και επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη, όπου θα ζήσουν απελάσιμες ζωές για άλλη μια φορά. Όταν, από την άλλη, κάποια κρίνεται «παράνομη μετανάστρια», η αντιμετώπιση που θα δεχτεί μπορεί να περιλαμβάνει πρόστιμα, κράτηση, ή απέλαση. Το να παίρνει πρόστιμο κάποια σεξεργάτρια επειδή δουλεύει χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά αποτελεί παράδοξο, μιας και η σεξεργασία δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη ως εργασία στη Δανία. Παρόλα αυτά, οι μετανάστριες συνεχίζουν να χρεώνονται για τη συμμετοχή τους σε αυτή, και οι δηλωμένοι εργαζόμενοι στο σεξ οφείλουν να πληρώνουν φόρους για το εισόδημά τους.
Εντέλει, θα μπορούσαμε να δούμε καμπάνιες σαν κι αυτή ως μια διαμαρτυρία ενάντια ενός (τουλάχιστον σύμφωνα με την αντίληψη κάποιων) κοινωνικού κακού, ή ακόμα και σαν μια διεκδίκηση προς την πόλη. Αλλά τι είδους πόλη είναι αυτή που καλωσορίζει το βίαιο αποκλεισμό των φυλετικών και ταξικών άλλων από τους δρόμους της; Οι λευκοί μεσοαστοί κάτοικοι ή ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μπορεί να πλαισιώνουν τα επιχειρήματά τους με όρους «ποιότητας ζωής» ή ακόμα και ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος για την ευημερία των άλλων· τελικά, όμως, η όλη διαδικασία συνοψίζεται ως μια «απολύμανση» του δημοσίου χώρου μέσω της εξάλειψης ή της περαιτέρω περιθωριοποίησης αυτών που κρίνονται ως προβληματικοί. Η ρητορική της διάσωσης και της θυματοποίησης -στην προκειμένη περίπτωση, μια κακά συγκαλυμμένη ατζέντα εξευγενισμού- βλάπτει· ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, προέρχεται από μια θέση προνομίου και στερείται οποιασδήποτε κατανόησης για τις πολύπλοκες πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν καθημερινά κάποιοι άνθρωποι. Ως εκ τούτου η ρητορική της διάσωσης, συχνά κάνει περισσότερα για να εντείνει παρά να απαλύνει τις ήδη δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εργαζόμενοι στο σεξ πρέπει να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Εάν, τελικά, είναι να διαμαρτυρηθούμε για κάτι, ας είναι τα ολοένα και πιο κατασταλτικά καθεστώτα των συνόρων, που περιορίζουν τις κινήσεις των ανθρώπων και τους εκθέτουν σε βία, χρέος, και απελάσεις καθοδόν και κατόπιν της άφιξής τους στην Ευρώπη· οι αυστηροί νόμοι περί ασύλου και ιθαγένειας που καθιστούν σχεδόν αδύνατη τη νόμιμη εργασία των μεταναστών στη Δανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες· η έλλειψη εργασιακών δικαιωμάτων που αφήνει τους εργαζομένους σε διάφορα επίπεδα της βιομηχανίας τους σεξ ευάλωτους στην εκμετάλλευση και την οικονομική ανασφάλεια· τέλος, τα συνυφασμένα φαινόμενα του ρατσισμού, σεξισμού, και πουτανοφοβίας, που κάνουν τις μετανάστριες σεξεργάτριες ιδιαίτερα ευάλωτες στην παρενόχληση και στη βία στο δρόμο.
Βιβλιογραφία
Bernstein, Elizabeth. Temporarily Yours: Intimacy, Authenticity, and the Commerce of Sex. University of Chicago Press, 2007.
Mai, Nicola, director. Travel. 2016.
Plambech, Sine. “Between ‘Victims’ and ‘Criminals’: Rescue, Deportation, and Everyday Violence Among Nigerian Migrants.” Social Politics: International Studies in Gender, State & Society, vol. 21, no. 3, 2014, pp. 382–402.
[1] Για παράδειγμα: αναφορά του TAMPEP ”The situation of national and migrant sex workers in Europe today”, 2015
(www.nswp.org/resource/tampep-the-situation-national-and-migrant-sex-workers-europe-today); αναφορά του ICRSE ”Surveiled. Exploited. Deported. Rights violations against migrant sex workers in Europe and Central Asia”, 2016 (http://www.nswp.org/sites/nswp.org/files/Migrant%20Sex%20Work%2C%20ICRSE%20-%202016.pdf).
[2] Sine Plambech: https://www.opendemocracy.net/beyondslavery/sine-plambech/violence-in-safety-of-home-life-in-nigeria-after-selling-sex-in-europe).