Η Masha Amini, η νέα γυναίκα που φόρεσε “λάθος” τη χιτζάμπ, συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου και δολοφονήθηκε βίαια από την Αστυνομία Σεμνότητας, έγινε η αφορμή να βιώσει η Ιρανική κυβέρνηση ολόκληρη τη δίκαιη οργή του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και να ανασυρθούν στη Δύση εκ νέου οι συζητήσεις για τη χιτζάμπ και το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση, μαζί με όλες τις περίπλοκες διαστάσεις του
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, η ιρανική κοινωνία κλυδωνίζεται υπό το βάρος των μεγαλειωδών κινητοποιήσεων των γυναικών, που κόβουν τα μαλλιά τους, χορεύουν, καίνε τις χιτζάμπ τους ή συμμετέχουν στις διαδηλώσεις φορώντας τες και φωνάζοντας ενάντια στην καταπίεση της υποχρεωτικότητάς τους και τη βία που υφίστανται, αφού “μας σκοτώνουν απλώς επειδή γεννηθήκαμε γυναίκες”. Δίπλα τους, ένα μαζικό φοιτητικό κίνημα, αλλά και πολλοί νέοι άνθρωποι που διαδηλώνουν ενάντια στο θεοκρατικό καθεστώς και τις πολλαπλές καταπιέσεις που ασκεί στις γυναίκες, αλλά και σε όλα εκείνα που αγωνίζονται, διαφέρουν, διαφωνούν, ή εν τέλει υπάρχουν με τρόπους που δεν εγγράφονται στην ακραία συντηρητική κρατική ιδεολογία. Μια γυναικεία εξέγερση έχει ξεκινήσει, και συμβολοποιείται ισχυρά στα κομμένα μαλλιά των διαδηλωτριών, μια κίνηση τόσο φορτωμένη με νοήματα, ένα μόνο από τα οποία είναι η ορμητική επιθυμία των γυναικών να κόψουν βίαια κάθε δεσμό με την κρατική και πατριαρχική καταπίεση που υφίστανται εδώ και δεκαετίες. Την ίδια στιγμή, φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις που κατηγορούν τις γυναίκες στους δρόμους ως εχθρούς του Ισλάμ και έχουν ως κεντρικό άξονα την εναντίωση σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως δυτική υποκίνηση, συνθέτοντας την πραγματική εικόνα των εσωτερικών αντιθέσεων την ιρανικής κοινωνίας και των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων που επιδρούν.
Η μακρά ιστορία φεμινιστικών διεκδικήσεων στο Ιράν αποτελεί μια μάλλον παραγνωρισμένη αλλά κομβική πτυχή της συζήτησης για τη σημερινή κατάσταση. Οι αγώνες για τα δικαιώματα των γυναικών αναδύθηκαν ήδη στους κόλπους της διαδικασίας συγκρότησης του ιρανικού έθνους-κράτους και δημιουργίας εθνικού συντάγματος. Ο ιρανικός φεμινισμός, ως ένα νεωτερικό κίνημα σε μια ισλαμική χώρα με ισχυρά αντι-ιμπεριαλιστικά αισθήματα, αναγκάστηκε από νωρίς να αλληλεπιδράσει με αυτά τα αντι-αποικιακά και αντι-ιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά, να διεκδικήσει το χώρο του σε ένα κοσμικό κράτος αποδεικνύοντας ότι δεν είναι δάκτυλος της Δύσης, να μετασχηματίσει ριζικά τις πρακτικές του για να επιβιώσει μετά την Ιρανική Επανάσταση, και να οδηγήσει μέσα από εξάρσεις και υφέσεις στη σημερινή εξεγερσιακή στιγμή. Μετά το 1979, το φεμινιστικό κίνημα απέκτησε και τη διάσταση της ευρύτερης αντιπαράθεσης με το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς, και συνδέθηκε σε ιστορικές στιγμές με άλλα κινήματα αντίστασης σε συνθήκες γενικευμένης διαπάλης κοινωνικών ομάδων και ιδεολογικών μπλοκ στο Ιράν. Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο των σόσιαλ μίντια και τη διεύρυνση της χρήσης του ίντερνετ στη σφαίρα του πολιτικού διαλόγου και του ακτιβισμού, οι γυναίκες και η (υπό πλήρη διωγμό) lgbtqi+ κοινότητα κυριαρχούν στην ψηφιακή σφαίρα, και έχουν αποτελέσει την καταλυτική δύναμη πίσω από μερικές από τις σημαντικότερες αντικαθεστωτικές διαμαρτυρίες.
Σήμερα, οι φεμινιστικές κινητοποιήσεις στο Ιράν δίνουν ένα ιδεοτυπικό δείγμα της δυνατότητας του φεμινιστικού κινήματος να ριζώνει στις κοινωνίες, να συναντά άλλα κινήματα και καταπιέσεις και να διευρύνει την ατζέντα του σε βαθμό που αποτελεί πλέον κομβικό φορέα της ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής και παράγοντα αντικαθεστωτικής δράσης και ευθείας σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Το αίτημα της άρσης της απαγόρευσης της χιτζάμπ, η οποία είναι υποχρεωτική για όλες τις γυναίκες από 9 ετών, έχει εξελιχθεί σε καθολικό σύμβολο απόρριψης του καθεστώτος εν γένει, ενοποιώντας γυναίκες και άτομα από όλο το θρησκευτικό φάσμα. Χαρακτηριστική είναι και η συμμετοχή γυναικών που εξακολουθούν να φορούν χιτζάμπ στις διαδηλώσεις, γυναικών που πιστεύουν στο Ισλάμ, αλλά όχι στην υποχρεωτικότητα και την κρατική τρομοκρατία. Έτσι, απέναντι σε ένα κράτος που χρησιμοποίησε την επιβολή πάνω στα γυναικεία σώματα και μυαλά σαν πυλώνα της καθεστωτικής οικοδόμησης, με την εισαγωγή σειράς νόμων που περιορίζουν πολλαπλά τη συμμετοχή των γυναικών στη σφαίρα της πολιτικής και στο δημόσιο χώρο εν γένει, το φεμινιστικό κίνημα, με προμετωπίδα την υπεράσπιση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, διεκδικεί διεύρυνση του πεδίου ελευθερίας και συμμετοχής για τις γυναίκες εν γένει. Σχεδόν αναπόφευκτα, ο λόγος που παράγει συνδέεται με τα αιτήματα εκδημοκρατισμού, αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης και διαστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να παράγεται ένα πλέγμα αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας από πολλές πλευρές.
Όσο στο Ιράν οι γυναίκες αγωνίζονται για την ελευθερία τους, διεθνώς κινήσεις αλληλεγγύης, ακτιβισμοί αλλά και συζητήσεις γύρω από την προβληματική της αυτοδιάθεσης και του βέλτιστου τρόπου διεκδίκησης αυτού του δικαιώματος έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Μπορεί η φεμινιστική σκέψη να είναι υπέρ της μαντήλας; Μπορεί να την απορρίπτει γενικώς, μαζί και όσες την φορούν, να νιώθει οίκτο γι’ αυτές και να τις θεωρεί εξ ορισμού εκτός του φεμινιστικού κινήματος; Είναι οι χιλιάδες γυναίκες που βγαίνουν τις τελευταίες μέρες στους δρόμους του Ιράν εγκάθετες των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού; Δεν έχουν δική τους εμπρόθετη δράση, ούτε εντάσσονται σε μια μακρά ιστορία οργάνωσης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα; Είναι δυνατόν να μιλάμε για την κοινωνική απελευθέρωση και τη χειραφέτηση των γυναικών αλλά να ανεχόμαστε στα δυτικά κράτη μας γυναίκες με νικάμπ που κρύβουν μέχρι και τα μάτια τους; Τι γίνεται με τα κοσμικά κράτη, και τι με την ανεξιθρησκεία;
Σε έναν κόσμο που πολλαπλές ταυτότητες και ιδεολογικές κατασκευές εκ των πραγμάτων συνυπάρχουν, κάτω από κάποιες φορές κοινά αλλά πολλές φορές κάτω από πολύ διαφορετικά πλέγματα εξουσίας, λίγα είναι τα πράγματα που μπορούν να ειπωθούν σε κάθε συνθήκη και να παραμείνουν αξιόλογα ανεξαρτήτως context. Ένα από αυτά είναι ότι η φεμινιστική σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των γυναικών αλλά και όλων των καταπιεζόμενων ατόμων στις πατριαρχικές κοινωνίες. Το δικαίωμα αυτό, όπως και όλες οι θεμελιακές ελευθερίες, είναι μάλλον λάθος να υποστηρίζεται α λα καρτ, μόνο εάν συμφωνούμε με το περιεχόμενό του και καταλαβαίνουμε απόλυτα τη συλλογιστική και όλες τις παραμέτρους που οδηγούν κάποια σε μια προσωπική επιλογή. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει φεμινισμός “υπέρ” ή “κατά” της μαντήλας. Υπάρχει μόνο φεμινισμός που παλεύει για τη διεύρυνση του πεδίου της ελευθερίας καθεμιάς από εμάς. Υπάρχει, ευτυχώς, και διαθεματικός φεμινισμός, που αντιλαμβάνεται (ή προσπαθεί) τις περίπλοκες σχέσης φύλου, σεξουαλικότητας, φυλής και τάξης, που αντιλαμβάνεται ότι οι γυναίκες ζουν παντού στην πατριαρχία, αλλά σε πολύ διαφορετικά κράτη, θρησκευτικά πλαίσια, οικογένειες, και εν γένει πλαίσια εξουσίας. Υπάρχει φεμινισμός που δεν θέλει καμία και κανένα μας εκτός δημόσιου χώρου, να χάνει ευκαιρίες εξέλιξης, συμμετοχικότητας και κοινωνικοποίησης επειδή θέλει ή δεν θέλει να φοράει χιτζάμπ.
Μας αρέσει η ιδέα ότι οι γυναίκες στα περισσότερα μήκη και πλάτη του κόσμου υπόκεινται σε μακράν περισσότερους περιορισμούς, ενδυματολογικούς και άλλους, οι οποίοι συνήθως διαπλέκονται στενά με τις πολιτισμικές τους προσλαμβάνουσες; Όχι. Είναι, όμως, σαφές, ότι η πατριαρχία ως σύστημα οργάνωσης μιας κοινωνικής και οικονομικής δομής που διαπερνά όλες ανεξαιρέτως τις σύγχρονες κοινωνίες, αλληλεπιδρά με όλους τους ξεχωριστούς ιστορικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που διαμορφώνουν το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα, τις ανεπίσημες νόρμες και τους επίσημους κανόνες που επιτηρούν και οριοθετούν την ύπαρξη των γυναικών. Η βολική παραγνώριση του γεγονότος αυτού, και η απόδοση των εκάστοτε περιορισμών μόνο σε ένα πολιτισμικό και θρησκευτικό σύστημα ιδεών διαμέσου του δυτικού βλέμματος, αποτελεί τον πυρήνα του οριενταλισμού, και είναι προβληματική στη βάση της επειδή στηρίζεται στην μάλλον αστεία υπόθεση ότι είτε μπορούμε να μπούμε στα παπούτσια οποιουδήποτε ατόμου και να κρίνουμε ενημερωμένα τις επιλογές του, είτε η παραπάνω διαδικασία δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία γιατί ο δικός μας συγκεκριμένος, εξίσου κοινωνικά συγκροτημένος τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο, είναι καλύτερος και ο μόνος ικανός να οδηγήσει σε έγκυρες αποφάσεις. Αντίστοιχα, η αντίληψη ότι η ενεργοποίηση της κοινωνικής κίνησης στο Ιράν που επακολούθησε τη βίαιη δολοφονία μιας νέας γυναίκας οφείλεται σε υποκίνηση δυτικών δυνάμεων που στόχο έχουν να πλήξουν για γεωστρατηγικούς λόγους την κρατική ισχύ, παραγνωρίζει εξίσου την εμπρόθετη δράση (agency) των γυναικών αλλά και όλων των ανθρώπων που αγωνίζονται, οδηγώντας και πάλι στην απεικόνισή τους ως λιγότερο ικανές/ους να αναλάβουν συλλογική δράση. Απέναντι σε τέτοιες διαστρεβλωτικές αντιλήψεις, η ριζοσπαστική φεμινιστική σκέψη έχει από καιρό διαλέξει πλευρά, και θέλει να συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της όλες εκείνες και όλα εκείνα που μάχονται για την έμφυλη ισότητα, ακόμα κι αν την κατανοούν με διαφορετικούς όρους, αλλά και να αναγνωρίζει τους πολύμορφους τρόπους δράσης και συλλογικής οργάνωσης που επιλέγουν τα υποκείμενα ανά τα διάφορα τοπικά και πολιτισμικά συγκείμενα.
Η πραγματική ερώτηση είναι, μάλλον, πώς πραγματικά μπορούμε να συμβάλουμε στον πολύμορφο αγώνα των γυναικών ενάντια στην καταπίεση χωρίς να μιλάμε εξ ονόματός τους, και πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ένα φεμινιστικό κίνημα που βρίσκεται τόσο μακριά μας. Όταν εξετάζουμε κάθε κοινωνικό κίνημα που αναπτύσσεται εντός των ορίων ενός έθνους κράτους, οι δυο βασικές διαστάσεις, δηλαδή η εσωτερική διαμαρτυρία και διεκδίκηση και η διεθνής αλληλεγγύη και κοινοποίηση του αγώνα έξω από τα όρια του έθνους-κράτους, έχουν διακριτό ρόλο. Είναι πιθανό η συλλογική οργάνωση των γυναικών (και όχι μόνο) που κατακλύζουν τους δρόμους του Ιράν να ρίξουν άμεσα αυτήν την κυβέρνηση; Μάλλον όχι, είναι όμως αρκετά πιθανό να αποτελέσουν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα οργανωθούν μια σειρά από άλλα αντικαθεστωτικά αιτήματα, και να προκαλέσουν μια ισχυρή ρωγμή στη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Μπορούμε να συμβάλουμε σε αυτόν τον αγώνα; Θέλουμε να πιστεύουμε πως ναι, γιατί το φεμινιστικό κίνημα τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ότι μπορεί να μεταλαμπαδεύει τη φλόγα ενός δίκαιου αιτήματος πέρα από τα εθνικά σύνορα, και να κάνει τις γυναίκες και τη λοατκι+ κοινότητα σε διεθνές επίπεδο να αγκαλιάζουν έναν αγώνα σαν να ήταν δικός τους, επειδή εν μέρει είναι. Η διεθνής κατακραυγή η οποία προκλήθηκε χάρη και στην νέα πολιτική κουλτούρα του φεμινιστικού κινήματος διεθνώς, που αξιοποιεί στο έπακρο την ψηφιακή ενημέρωση και τα σόσιαλ μίντια, μπορεί να αποτελέσει ενισχυτική δύναμη στο πλαίσιο της εσωτερικής διαπάλης στο Ιράν.
Ωστόσο, ο πραγματικός αγώνας που δίνεται διεθνώς και μεταφράζεται με διαφορετικό τρόπο στην εκάστοτε γωνιά του πλανήτη, είναι αυτός για την αποδυνάμωση του πατριαρχικού πλαισίου εξουσίας που επικαθορίζει όχι μόνο τον τρόπο που ζούμε, αλλά και την ίδια τη διαδικασία που συγκροτεί τη σκέψη μας και τον τρόπο μας να λαμβάνουμε αποφάσεις. Αφορά την κάμψη όλων εκείνων των εξουσιών στο μίκρο και το μάκρο επίπεδο, την αμφισβήτηση των ανδροκεντρικών ιεραρχιών στις κοινότητες, τους θρησκευτικούς χώρους, την οικογένεια, που εξ αρχής διδάσκουν τους ανθρώπους πώς να αντιλαμβάνονται και να επιτελούν το φύλο τους, και ειδικά τις γυναίκες πώς να αυτοεπιτηρούνται και να αρκούνται στα δεδομένα όρια. Συνδέεται με τη μετάβαση σε πιο ισότιμες μορφές οργάνωσης και συνύπαρξης, που τρέφουν μεγαλύτερο σεβασμό στην αυτοδιάθεση όχι μόνο των γυναικών αλλά όλων εκείνων των ατόμων που επερωτούν τους τρόπους που η πατριαρχία τους επιτρέπει να υπάρχουν. Μετάβαση που άλλες φορές μοιάζει με ανοιχτή μάχη, για παράδειγμα με γυναίκες στους δρόμους του Ιράν που κόβουν τα μαλλιά τους, καίνε τις μαντήλες τους και δέχονται ακραία καταστολή, και άλλες με αργή, υπόκωφη διαδικασία σταδιακής αλλαγής, όπως δηλαδή με γυναίκες που όλα τα τελευταία χρόνια αρνούνται να υιοθετήσουν αυστηρά τον τρόπο ενδυμασίας που τους επιβάλλεται, και το αμφισβητούν καθημερινά και συμβολικά, όπως με τη χρήση του χιτζάμπ με τρόπο που αφήνει τα μαλλιά να φαίνονται, η ίδια διαδεδομένη συνήθεια που οδήγησε στη σύλληψη της Masha.
Είναι, εν τέλει, ένας αγώνας όχι μόνο για να διευρυνθεί το πραγματικό πεδίο ελευθερίας και να διασταλούν τα όρια των κανόνων που καθορίζουν την κοινωνική ύπαρξη των γυναικών, αλλά και ένας αγώνας που δίνεται εσωτερικά, από τα υποκείμενα εντός ενός πλαισίου εξουσίας (όπως ένα ισλαμικό θεοκρατικό καθεστώς, αλλά όχι μόνο) να επερωτήσουν και να αναθεωρήσουν πτυχές του ίδιου του πολιτισμικού πλαισίου που γεννά τις επιτελέσεις και τις απαγορεύσεις, και να το φέρουν λίγο πιο κοντά στο μέτρο των αναγκών τους. Είναι προφανές ότι η μάχη αυτή μπορεί να δοθεί μόνο από μέσα, με τις μορφές και τις χρονικότητες των ανθρώπων που την επωμίζονται, και καμία έξωθεν επιβολή της απελευθέρωσης δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτήν την εσωτερική διαδικασία αλλαγής των αναγκών και της συνείδησης των ανθρώπων. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι οι αγώνες και τα αιτήματα για κάθε είδους ελευθερία και χειραφέτηση επικοινωνούν μεταξύ τους και γίνονται πραγματικά χρήσιμοι ο ένας για τον άλλον: κάθε φορά που κερδίζεται μια μάχη και διευρύνεται το πεδίο του πραγματικού για τις γυναίκες και τα λοατκι+ άτομα κάπου στον κόσμο, διευρύνεται αυτόματα και το πεδίο του εφικτού για όλες, όλα και όλους όσες αγωνίζονται για την έμφυλη ισότητα και τη χειραφέτηση.