Της Έλενας Ψαρέα
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2018, η κιουρί@ τεύχος 0
Ο σεξιστικός λόγος και η χρησιμοποίησή του ως έκφραση της έμφυλης καταπίεσης είναι ένα θέμα που έχει δημιουργήσει ποικίλλες αντιπαραθέσεις, διαφορετικής κατεύθυνσης, εναντίωσης ή συγκάλυψης. Ωστόσο σε γενικές γραμμές ό, τι λέγεται το οποίο είναι καταφανώς σεξιστικό, πολλές φορές στα όρια του υβριστικού, αν δεν υπάρχει καταγγελία του, προκαλεί μια σιωπηρή αδιαφορία, χιουμοριστική διάθεση αλλά σπάνια ρητή αποδοχή και έγκριση. Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο σεξιστικός λόγος έχει θετική νοηματοδότηση, όταν δηλαδή αξιοποιείται για να περιγράψει την ομορφιά, την ευαισθησία, την ανοχή, την τρυφερότητα, την υπομονετικότητα αλλά και την ανηθικότητα, την κοινωνική κατακραυγή, τους κοινωνικούς κανόνες. Τότε ο σεξισμός δεν αποσιωπάται. αντίθετα γίνεται αποδεκτός ως ένα παραδοσιακό στερεότυπο και ένα φυσικό επακόλουθο της κοινωνικοποίησης, ένας κανόνας που δεν έχει κακή προαίρεση, απλώς συνηθίζεται.
Η συνήθεια δομείται, μέσα από την κοινωνική ανάγνωση των έμφυλων ρόλων, ως ένα ιστορικό συνεχές που δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποδέχονται συμπεριφορές, ενώ στιγματίζει την άρνηση και την ενεργητική αντιμετώπιση. Το αποτέλεσμα είναι οι εμπειρίες των γυναικών να συγκροτούνται και να ερμηνεύονται στο πλαίσιο της αποδοχής και της συγκατάβασης.
«Ανακαλύπτουμε σιγά σιγά», έγραφαν τρεις φεμινίστριες ιστορικοί, «ότι, το να εγγράψει κανείς τις γυναίκες στην ιστορία, προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τον επανορισμό και τη διεύρυνση των παραδοσιακών αντιλήψεων περί ιστορικά σημαντικού, προκειμένου να περιλάβουν και την προσωπική, υποκειμενική εμπειρία, εκτός από τις δημόσιες και πολιτικές δραστηριότητες. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, παρά το διστακτικό χαρακτήρα των σημερινών πρώτων βημάτων προς αυτή την κατεύθυνση, αυτή η μεθοδολογία δεν συνεπάγεται απλώς μια νέα ιστορία των γυναικών, αλλά και μια νέα ιστορία.» ((Ann D. Gordon, Mari Jo Buhle, Nancy Shrom Dye, « The problem of women’s history », στο Berenice Carroll (επιμ.), Liberating Women’ s History, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1976.)). Η νέα ιστορία δε γίνεται να συνυπάρξει ως μια ευθύγραμμη συνέχεια της παλιάς, δε μπορεί να προέλθει εξελικτικά. αντίθετα είναι αναγκαίο να προκαλέσει την κατάρρευση των αξιών της παλιάς ιστορίας. Το δύσκολο είναι η καταγραφή των εμπειριών των γυναικών και η προβολή τους χωρίς την αλλοίωση μιας παραδοσιακής, συντηρητικής ερμηνείας, η αντιμετώπιση δηλαδή των γυναικών ως ιστορικά υποκείμενα.
Ο σεξιστικός λόγος, σε κάθε μορφή, υποδηλώνει μια στάση επιβεβαίωσης του ισχυροτέρου μέσα από την προσβολή της αξιοπρέπειας και την παραβίαση της αυτονομίας και των δικαιωμάτων του ασθενέστερου. Το ανδρικό φύλο εμφανίζεται στη θέση του ισχυροτέρου και το γυναικείο φύλο στη θέση του ασθενέστερου, λόγω της αναπαραγωγής των κοινωνικών έμφυλων ρόλων που αδιάλειπτα διαιωνίζονται. Η ανατροπή αυτού του μοντέλου δε χρειάζεται τη συναίνεση όλης της κοινωνίας, αρκεί η συστηματική καταγραφή εμπειριών και η αποκάλυψή τους, ένα σημαντικό όπλο κατά του σεξισμού και της σεξουαλικής καταπίεσης, όπως απέδειξε το κίνημα #metoo.
Οι ιστορίες όσων καταπιέζονται, δημιουργούν ένα προηγούμενο ανάλυσης της σημασίας και της φύσης της καταπίεσης. Το γεγονός ότι ο σεξιστικός λόγος έχει εκληφθεί ως κάτι αναμενόμενο, αν όχι φυσιολογικό, ακόμα και ως στοιχείο ελευθεριότητας, οφείλεται στην εξοικείωση με τον κυριαρχικά παραδοσιακό λόγο ο οποίος απονέμει ένα ακραία βιολογικό ρόλο στη γυναίκα, της κούκλας, της αδύναμης, της εύθραυστης, της προστατευτικής. Είναι εκείνη που φροντίζει για όλα, διαθέσιμη, ικανή να συνδυάζει πολλές ιδιότητες, συγκαταβατική, δοτική και πλήθος άλλων στερεοτύπων. Οι περιπτώσεις που τα στερεότυπα καταγράφονται ως εμπειρίες καταπίεσης αποκλείονται από την κυρίαρχη αφήγηση, με την αναπαραγωγή μόνο μιας πολύ συγκεκριμένης θετικής, αθώας σημασίας. Φυσικά η χρήση του λόγου δεν είναι καθόλου αθώα, καθώς ο λόγος γίνεται τρόπος, με το να παράγει πολιτισμικές κατασκευές, δηλαδή την αμιγώς κοινωνική δημιουργία ιδεών σχετικά με τους ρόλους που αρμόζουν σε γυναίκες και άντρες. Η Michelle Zimbalist Rosaldo σημειώνει, «μου φαίνεται τώρα πως η θέση των γυναικών στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή, με κανέναν τρόπο δεν απορρέει άμεσα από όσα κάνουν, αλλά από τη σημασία που οι δραστηριότητές τους αποκτούν μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές διαντιδράσεις.»((Michelle Zimbalist Rosaldo, “ The uses and abuses of anthropology: Reflections on feminism and cross- cultural understanding ”, Signs 5 (1980) ( “ Χρήση και κατάχρηση της ανθρωπολογίας: Σκέψεις για το φεμινισμό και τη διαπολιτισμική κατανόηση ”, στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη ( επιμ.), Ανθρωπολογία, γυναίκες και φύλο. Κείμενα των S. Ortner, M. Strathern, M. Rosaldo, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994).)).
Η βιολογική αντίληψη για το γυναικείο φύλο έχει προ πολλού ξεπεραστεί στη φεμινιστική θεωρία. Ωστόσο διατηρείται στην κοινωνική αντίληψη και ακολουθεί τις γυναίκες. Το γεγονός αυτό εξηγείται ιστορικά καθώς ακόμα και τα φεμινιστικά ρεύματα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα κινούνταν σε μία «γυναικοκεντρική» κατεύθυνση, προτείνοντας τη θετική σημασιοδότηση της «γυναικείας φύσης», το δικαίωμα της «ισότητας στη διαφορά», τη συμπληρωματικότητα και την αλληλεξάρτηση των φύλων και των ρόλων τους, την αντίληψη ότι η αυτοπραγμάτωση των γυναικών συνυφαίνεται με το μητρικό τους ρόλο((Αγγέλικα Ψαρρά, « Φεμινισμός: Η λέξη, ο χρόνος, οι σημασίες », Δίνη-φεμινιστικό περιοδικό 6 (1993).)).
Στην Ελλάδα το φεμινιστικό ρεύμα, που εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, δε συγκρούεται με τη βιολογίζουσα λογική, η οποία αποδίδει στη φύση ό, τι η νέα αστική πατριαρχική κοινωνία δημιουργούσε ή ανέμενε από τις γυναίκες, κυρίως από εκείνες της αστικής τάξης για τις οποίες πρωτίστως διαμορφωνόταν το νέο γυναικείο ιδεώδες του «φύλακα- αγγέλου» της οικογενειακής εστίας. Η νομιμοποίηση των δικαιωμάτων των γυναικών εμφανιζόταν στο όνομα της φυσικής ισότητας των ανθρώπων και των ηθικών αναμορφωτικών ιδιοτήτων μιας αιώνιας μητρικής φύσης, δίνοντας άμεσα ισχύ στο βιολογικό φύλο. Η επιχειρηματολογία των γυναικών αποκαλύπτει τους οργανικούς δεσμούς που συνδέουν τη διεκδίκηση της ισότητας με τις ιδιαίτερες «γυναικείες αρετές», οι οποίες πηγάζουν από τη διαφορά. Η εξιδανίκευση της μητρότητας και η διαφορετική γυναικεία υπόσταση στηρίζεται στην αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας, πηγή των ηθικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της, με το πιο σημαντικό τη μητρική αγάπη. Ο σκοπός αυτής της συλλογιστικής των φεμινιστικών ρευμάτων είναι να προσφέρουν στο γυναικείο φύλο μια θετική συλλογική ταυτότητα.
Η ιστορική ακολουθία των συγκεκριμένων αντιλήψεων συμβαίνει με το να αναπαράγονται στερεότυπα για τις γυναίκες, κυρίως μέσα από έναν καλυμμένο σεξισμό που θέλει να αναδείξει τη “διαφορά” των γυναικών, στερώντας τους τη δυνατότητα να αρθρώσουν ένα λόγο εναντίωσης στην υπόδειξη μιας ενδεχόμενης ακούσιας επιλογής, επιβαλλόμενη μέσα από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο. Ο “φυσικός” ρόλος και “προορισμός” των γυναικών μετατρέπεται σε κρίσιμο προσδιοριστικό παράγοντα της κοινωνικής τους ζωής. Οι έμφυλες συνδηλώσεις και η καθημερινή τους χρήση, τα έμφυλα στερεότυπα και ο σεξιστικός λόγος διανέμουν κοινωνικά καθήκοντα και ρόλους που καθηλώνουν σε προγενέστερες εποχές. Η καταφυγή στην παράδοση ως μια συντηρητική δικλείδα ασφαλείας φανερώνει τελμάτωση. Στον αντίποδα η διεκδίκηση ενός μετασχηματισμού στον τρόπο έκφρασης και σκέψης, είναι ο τρόπος για μια άλλη πρακτική.
Έλενα Ψαρρέα
[1] Ann D. Gordon, Mari Jo Buhle, Nancy Shrom Dye, « The problem of women’s history », στο Berenice Carroll ( επιμ.), Liberating Women’ s History, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1976.