της Λίνας Θεοδώρου
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2018, η κιουρί@ τεύχος 0
Αφορμή για το παρόν κείμενο, στάθηκε η έκδοση του ημιτελούς λογοτεχνικού έργου του Ρομπέρτο Μπολάνιο 2666 ( Άγρα 2011) πέρσι το καλοκαίρι. Μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στα βορειοδυτικά σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, στη φανταστική πόλη Santa Teresa. Ωστόσο είναι εμφανές ότι αφορά την πραγματική πόλη Σιουδάδ Χουάρες (Ciudad Juarez). Καμιά αμφιβολία δεν έχει η αναγνώστρια, αναφορικά με το πραγματολογικό της λογοτεχνικής εκθέσεως, καθώς η Ciudad Juarez έχει κατακτήσει σε παγκόσμιο επίπεδο τον τίτλο της «πόλης των γυναικοκτονιών». Η «δυτική επικαιρότητα», αλλά και οι εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο, προσφέρουν πλείστες αφορμές για φεμινιστική κριτική. Παράλληλα οι ειδήσεις για κάθε είδους σεξουαλική βία, από παρενοχλήσεις ως δολοφονίες, μαίνονται ασταμάτητα. Η Σιουδάδ Χουάρες αναδεικνύεται σε ένα υστερό νεωτερικό πρότυπο διαπλοκής των τριών βασικών εκμεταλλεύσεων που προσφέρει ο καπιταλισμός, δηλαδή της εκμετάλλευσης με βάση την τάξη, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό και τη φυλή.
Το κυνήγι μαγισσών το Μεσαίωνα, όπως τόσο υποδειγματικά ανέλυσε η Σίλβια Φεντερίτσι, αποτέλεσε το σχήμα μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη νεωτερική κοινωνία. Έτσι οι μαζικές γυναικοκτονίες στα βόρεια σύνορα του Μεξικού, μπορούν να αποτελέσουν ένα σχήμα, μέσα από το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε σήμερα τους μηχανισμούς που αναπτύσσονται για τον απρόσκοπτο μετασχηματισμό της ταξικής, έμφυλης και φυλετικής εκμετάλλευσης, και για την αλληλοδιαπλοκή τους. Κλείνοντας τη μικρή αυτή εισαγωγή, θα επιχειρήσω μία ενδεικτική παρουσίαση της σύνθετης και μακρόχρονης «σύγχρονης» ιστορίας της Σιουδάδ Χουάρες, από τον 1993 μέχρι σήμερα. Τα κενά, που αναπόφευκτα θα υπάρξουν, θα προσπαθήσω να τα αναπληρώσω παραθέτοντας τη σχετική βιβλιογραφία που εντόπισα.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Χουάρες αποτέλεσε το ταχύτερα αναπτυσσόμενο βιομηχανικό κέντρο του Μεξικό, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’60 ο πληθυσμός ήταν σε αυξητική πορεία, εξ αιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης. Η περιοχή είναι διασυνοριακή και λέγεται Paso del Norte, καθώς από την πλευρά του Μεξικό βρίσκεται η Χουάρες και από την αμερικάνικη πλευρά το El Paso. Λόγω της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA) μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικού, η οποία αποσκοπούσε στην πλήρη κατάργηση των δασμών επι των εμπορευμάτων που διακινούνται εντός των τριών αυτών χωρών, η συγκέντρωση εργοστασίων συναρμολόγησης -οι μακιλαδόρες- εκτοξεύθηκε και μαζί με τις μακιλαδόρες πολλαπλασιάστηκε ο πληθυσμός((http://population.city/mexico/ciudad-juarez/)). Τα εργοστάσια αυτά παραλάμβαναν ακατέργαστα προϊόντα από τις ΗΠΑ, όπως και τεχνογνωσία, και σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος συναρμολογούσαν τα εμπορεύματα, τα οποία με τη σειρά τους διοχετεύονταν στις ΗΠΑ και από εκεί σε όλο τον κόσμο. Η Χουάρες, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, έφθασε σε πληθυσμό τους 1,2 εκατομμύρια κατοίκους Ωστόσο οι υποδομές της και ο σχεδιασμένος αστικός ιστός αναφερόταν σε ποσοστό υποπολλαπλάσιο των κατοίκων της. Ο νέος πληθυσμός της πόλης αποτελούνταν από εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, νέους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι συνέρρεαν λόγω της μεγάλης ζήτησης ανθρώπινου κεφαλαίου για εργασία στις μακιλαδόρες. Σύντομα αναδείχθηκε και η τάση των διευθύνσεων των εργοστασίων να προτιμούν γυναίκες εργαζόμενες, καθώς κρίθηκαν πιο ευέλικτες και πειθήνιες στις ακραία επισφαλείς συνθήκες εργασίας των μακιλαδόρες. Για παράδειγμα το 2006 στις 330 μακιλαδόρες απασχολούνταν 220.000 εργάτες και εργάτριες, εκ των οποίων το 60% ήταν γυναίκες. Λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης γυναικών εργατριών, οι διοικήσεις των εργοστασίων επέδειξαν το πλήρες της καταστροφικής δημιουργικότητάς τους, εφόσον συχνά υποχρέωναν τις γυναίκες να πραγματοποιούν, πριν την πρόσληψή τους, τεστ εγκυμοσύνης, ώστε να αποδεικνύουν ότι δεν είναι έγκυες. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, υποχρεώνονταν να επιδεικνύουν στην υπεύθυνη της μονάδας ματωμένα ταμπόν, για τον ίδιο λόγο. Εν ολίγοις, τα σύνορα του Μεξικό προσέφεραν ιδανικές συνθήκες για τη συμπίεση του κόστους εργασίας, καθώς η περιοχή αναδείχθηκε σε de facto ειδική οικονομική ζώνη, όπου το εργατικό δίκαιο, οι συνθήκες ασφάλειας και υγείας στην εργασία (στην ουσία το ίδιο το κράτος) αποσύρθηκαν, ούτως ώστε η ρύθμιση να γίνεται από τις ίδιες τις βιομηχανίες.
Η ιδιαιτερότητα της πόλης και ο λόγος που αυτή και όχι κάποια άλλη της πολιτείας Τσιουάουα έχει αποτελέσει σύμβολο της έμφυλης βίας, είναι ότι από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, ο αριθμός μόνο των γυναικοκτονιών ξεπερνά τις 1.000((http://iris.paho.org/xmlui/bitstream/handle/123456789/3487/fep003308.pdf?sequence=1 σελίδα 18 από έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας)), με 2.000 εξαφανισμένες γυναίκες από το 1993 έως το 2003. Νεαρές γυναίκες, συνήθως μετανάστριες, με σκούρο δέρμα και μαλλιά, συνήθως εργαζόμενες στις μακιλαδόρες, βρίσκονταν ακρωτηριασμένες, σεξουαλικά κακοποιημένες και δολοφονημένες, με κάθε δυνατό τρόπο, στους απέραντους σκουπιδότοπους που οριοθετούσαν την πόλη. Ενδεικτικά ο αριθμός των γυναικοκτονιών πενταπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1993 και 1994, ενώ ο αριθμός των ανθρωποκτονιών, ανεξαρτήτως φύλου, ήταν ανοδικός, χωρίς να έχει αντίστοιχη ποσοστιαία άνοδο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η πόλη είχε αρχίσει να συγκεντρώνει το διεθνές ενδιαφέρον ΜκΟ, ακτιβιστών, καλλιτεχνών και θεωρητικών, ακριβώς εξαιτίας αυτού του τεράστιου αριθμού γυναικοκτονιών.
Αρχικά, η αντιμετώπιση αυτής της μορφής έμφυλης βίας στο δημόσιο λόγο αναπαρήγαγε την τυπική αφήγηση περί ευθύνης των θυμάτων για τη βία που δέχθηκαν, καθώς είχαν «εκπέσει» είτε επειδή εργάζονταν στη βιομηχανία του σεξ, είτε επειδή έκαναν διπλή ζωή, και είτε ήταν μαθήτριες, είτε εργάτριες, έβγαιναν έξω το βράδυ για να μεθύσουν και να ξεφαντώσουν. Άλλωστε κοινός τόπος στα αστυνομικά ρεπορτάζ είναι οι κοντές φούστες που πολλά από τα θύματα φορούσαν όταν βρισκόταν η σωρός τους((Δευτερευούσης σημασίας, ωστόσο χαρακτηριστικό για την αντιμετώπιση των γυναικοκτονιών από το κράτος και τον τύπο, είναι και το γεγονός ότι, όπως αποδείχθηκε λίγα χρόνια αργότερα, η αστυνομία έδινε συστηματικά ψευδή στοιχεία αναφορικά με το ρουχισμό των θυμάτων, ο οποίος ήταν ως επί το πλείστον μακριά παντελόνια.)).
Η αντίδραση του κράτους, για την απονομή της δικαιοσύνης απέναντι στα εγκλήματα αυτά, και για τα οποία οι οικογένειες των θυμάτων, όταν οι γυναίκες αυτές είχαν οικογένειες, και αλληλέγγυες/οι πραγματοποιούσαν συνεχώς δημόσιες διαμαρτυρίες, ήταν λιγότερο από χλιαρή. Στα αρκετά χρόνια, που πέρασαν από την εκκίνηση των μαζικών γυναικοκτονιών, η γυναικοκτονία τυποποιήθηκε ως ιδιαίτερο έγκλημα και σειρά νομοθετημάτων υιοθετήθηκαν, καθ’ υπόδειξη των διεθνών οργανώσεων. Εντούτοις, πέρα από τη συμβολική αλλαγή του νομικού πλαισίου στην αστυνομικό-δικαστική πραγματικότητα, το δίκαιο δεν αποδόθηκε και ακόμη και σήμερα η περιοχή συνεχίζει να κατέχει τα πρωτεία στο Μεξικό, σε ποσοστά έμφυλης βίας.
Στην προσπάθειά μας να αναλύσουμε το φαινόμενο, θα ξεκινήσουμε με τη χωρική και οικονομική ιδιαιτερότητα της περιοχής. Η Μεξικάνα θεωρητικός και περφόρμερ Sayak Valencia εισήγαγε τον όρο Capitalismo Gore((Aπό το βιβλίο, Gore Capitalism (Semiotext(e) / Intervention Series), της Sayak Valencia. Ο επιθετικός προσδιορισμός gore αναφέρεται στο ομώνυμο κινηματογραφικό είδος, το οποίο αναφέρεται και ως splatter. Σύμφωνα με ορισμό του horrormovies.gr «Ο όρος αναφέρεται γενικά στην απεικόνιση της βίας μιας ταινίας. Όλες οι φυσικές φθορές στη σάρκα, στα οστά, σε μέλη ή όργανα του ανθρώπινου σώματος, η απεικόνιση αίματος και γενικά κάθε πληγή ή τραυματισμός που εκδηλώνεται εμφανώς στις σκηνές μιας ταινίας περιλαμβάνονται στο gore.»)), για να περιγράψει τη συνθήκη η οποία κατέστησε δυνατή την εμφάνιση του «μηχανισμού γυναικοκτονιών», όπως χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη εμφάνιση της έμφυλης βίας ο δημοσιογράφος Sergio González Rodríguez. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, η παγκοσμιοποίηση και ο ειδικός μετασχηματισμός της εργασίας στα βόρεια σύνορα του Μεξικού, οδήγησαν στον ανασχηματισμό της εργασίας, σε αυτό που αποκαλείται «θηλυκοποίηση της εργασίας», καθιστώντας την ακραία, ευέλικτη και εντατική. Ταυτόχρονα, λόγω της απόσυρσης του κράτους και της κυριαρχίας ανεπίσημων μορφών εξουσίας (μαφίες), η δυνατότητα άσκησης βίας αναδείχθηκε ως ένα επιθυμητό προσόν, που μπορούσε ακόμη και να εισφέρει στην κοινωνική ανέλιξη των ατόμων. Η τάση αυτή επιτάθηκε, λόγω της οικονομικής επισφάλειας και της μαζικής εισροής γυναικών εργατών, πράγμα που αποσταθεροποίησε την ήδη κλονισμένη αρρενωπή ταυτότητα του Μεξικανού άνδρα/εργάτη. Έτσι αναδύεται μια υπερραρενωπότητα η οποία προσπαθεί συμβολικά να αναπληρώσει το χαμένο στάτους, μετά τη συμπίεση που δέχτηκε από την κοινωνική αναδιανομή εξουσίας. Άλλωστε η Μεξικανική κοινωνία, μετά τη βία της αποικιοκρατίας, δέχθηκε και το ετεροπατριαρχικό πρότυπο της καθολικής εκκλησίας, από το οποίο μέχρι σήμερα δανείζεται τα πρότυπα του machismo και marrianismo (κυρίαρχης θηλυκότητας), ενώ παράλληλα οι «ηθικοί κώδικες» της μαφίας επενδύουν ακριβώς πάνω σε αυτό το νέο-παραδοσιακό ετεροπατριαρχικό πρότυπο.
Άλλωστε η χρήση του όρου “gore”, έλκει από την αγκαμπενική παράδοση της θανατοπολιτικής και περιγράφει απερίφραστα την αιματοχυσία την οποία οφείλει να τελέσει η αναπτυσσόμενη μεξικάνικη κοινωνία για να επιτύχει την πολυπόθητη εναρμόνισή της με την καπιταλιστική εξέλιξη. Καθόλου τυχαία, οι εικόνες από τα παραμορφωμένα νεκρά σώματα, τα οποία διακινούνται ως εμπορεύματα σε ΜΜΕ, συνέδρια και εκθέσεις ζωγραφικής, ανήκαν σε γυναίκες και σε μεγάλο βαθμό εργάτριες και μαθήτριες, μετανάστριες και «σκουρόχρωμες».
Στη δυστοπική διασυνοριακή έρημο της Χουάρες, η ακραία βία του κεφαλαίου συναντά την έμφυλη βία στην πλέον ακραία της μορφή. Συγχρόνως ο παράγοντας «φυλή» διατέμνει και τις δύο στο μεξικάνικο συμβολικό, καθώς πολλά από τα θύματα ήταν μη λευκές,. Η βία αυτή φανερώνει το πλέγμα εξουσίας το οποίο συντηρεί την αιματοβαμμένη ηγεμονία της απόεδαφικοποιημένης επικράτειας της Χουάρες. Άλλωστε υποστηρίζεται εδώ πως η οικονομική και πολιτική κατάσταση εξαίρεσης που επικρατεί στο βασίλειο των μακιλαδόρες, βασίζεται πάνω ακριβώς στην έμφυλη βία, με τη γυναικοκτονία να αποτελεί το ακραίο όριο του φάσματος, καθώς περιλαμβάνονται και όλες οι άλλες μορφές βίας (κακοποιήσεις, βιασμοί, παρενοχλήσεις), καθώς αυτή επανασταθεροποιεί το νόημα σε ένα οικείο για το υποκείμενο πλαίσιο. Άλλωστε οι γυναίκες αυτές είτε ως εργάτριες, είτε ως εργαζόμενες στις υπηρεσίες, είτε ως σεξεργάτριες, παραβίαζαν τα χωρικά και συμβολικά όρια τους ως πάνω από όλα γυναίκες, και η βία προς αυτές, μεμονωμένα, επανάφερε τη συμβολική τάξη.
Όπως ελέχθη, οι οικογένειες των θυμάτων, μαζί με ακτιβίστριες ήδη από το 1994, είναι ενεργές για τη διεκδίκηση της απονομής της δικαιοσύνης, με τις μητέρες των γυναικών να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο και να συγκρούονται συχνά με τις αρχές για την αδιαφορία τους. Η διεθνής αναγνώριση του κινήματος ηρθε επτά χρόνια αργότερα, οπότε και στο προσκήνιο εισέβαλαν διεθνείς οργανώσεις και φεμινιστικές ΜκΟ, πράγμα που συχνά δημιούργησε και συγκρούσεις μεταξύ των τελευταίων με το τοπικό κίνημα. Το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη!», το οποίο έχει υιοθετηθεί από φεμινιστικές οργανώσεις σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και παγκοσμίως, αποτελεί φράση από ποίημα της μεξικάνας ποιήτριας Σουζάνα Τσάβες, η οποία ζούσε στη Χουάρες και αναφερόταν ακριβώς στο ζήτημα των γυναικοκτονιών. Η Τσάβες βρέθηκε στραγκαλισμένη και ακρωτηριασμένη το 2011.
Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι στο παγκοσμιοποιημένο διασυνοριακό σύμπαν των μακιλαδόρες, η ωμότητα της υπερεκμετάλλευσης και του βίαιου κοινωνικού μετασχηματισμού μετασχηματίστηκε μέσα από νεο-παραδοσιακές αφηγήσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας και οι γυναίκες, σε επισφαλή οικονομική θέση και συχνά μετανάστριες, έγιναν ο στόχος της κοινωνικής επίθεσης, σχεδόν με τις ευλογίες του κράτους. Γυναίκες επαναδιαπραγματεύτηκαν τους κοινωνικούς τους ρόλους, οικονομικά και κοινωνικά, δέχθηκαν αλλεπάλληλα την ταξική και έμφυλη εκμετάλλευση, ενώ το γεγονός ότι συχνά ήταν μη λευκές, νομιμοποιούσε περισσότερο τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, παρά τη βία και την τρομοκρατία, που σκόπευε στην υπακοή και την κοινωνική ισοπέδωση, το κίνημα αλληλεγγύης, με τις πολλαπλές αντιφάσεις του, ανέτρεψε τη στερεοτυπική θυματοποιητική αφήγηση αλλά και διεκδίκησε κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, σημειώνοντας και μικρές νίκες. Σήμερα, λοιπόν, ιδίως σε συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης, ωμά και απροκάλυπτα, οι παγκοσμιοποιητικές τάσεις φανερώνουν εκ νέου την προνομιακή τους σχέση με την ακραία βία κατευθυνόμενη στα πολλαπλώς καταπιεζόμενα υποκείμενα, που αμφισβητούν τα αξιακά τους συστήματα. Και εν τέλει, με αυτό τον τρόπο υπογραμμίζουν την καταστατική αλληλεξάρτηση των συστημάτων στα οποία στηρίζονται, δηλαδή του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής και της τάξης.
Βιβλιογραφία
Alicia Gaspar de Alba (επιμ.), 2010. Making A Killing: Femicide, Free Trade, And La Frontera (chicana Matters). University Of Texas Press.
Kathleen Staudt, César M. Fuentes, και Julia E. Monárrez Fragoso (επιμ.), 2010. Cities and Citizenship at the U.S.-Mexico Border The Paso Del Norte Metropolitan Region. Palgrave.
Sayak Valencia, 2018. Gore Capitalism (semiotext(e) / Intervention Series). Semiotext(e).