της Ελιάνας Καναβέλη
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2018, η κιουρί@ τεύχος 0
Το κίνημα #metoo εμφανίστηκε τον Οκτώβρη του 2017 στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα ως χαστανγκ στο twitter για να δηλώσει τη γενικευμένη σεξουαλική παρενόχληση που βιώνουν οι γυναίκες, ιδίως στον εργασιακό τους χώρο, από τους άνδρες. Είχε προηγηθεί η καταγγελία μιας Αμερικανίδας ηθοποιού, της Ashley Judd, εναντίον του μεγαλοπαραγωγού του Χολυγουντ Harvey Weinstein. Οι καταγγελίες κατά της εταιρείας του, Weinstein Company από ηθοποιούς και εργαζόμενες σε αυτήν, υπήρξαν μαζικές και ανέδειξαν μια κρυφή πλευρά του κόσμου των διασήμων, αυτή του σεξισμού και των έμφυλων διακρίσεων.
Για την ιστορία όμως αξίζει να αναφερθεί μια ιδιαιτέρως σημαντική λεπτομέρεια. Το #metoo χωρίς τη δίεση, είχε ξεκινήσει το 2006, στο κοινωνικό δίκτυο myspace, από μια μαύρη, ακτιβίστρια Αμερικανίδα, την Tarana Burke((https://en.wikipedia.org/wiki/Tarana_Burke)), προκειμένου να ενδυναμώσει και να ενισχύσει τις μαύρες γυναίκες που έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, κυρίως στις υποβαθμισμένες περιοχές. Όμως έγινε γνωστό, ή σύμφωνα με το λεξιλόγιο του twitter “trend”, 11 χρόνια αργότερα, όταν στο twitter δημιούργησε το ίδιο χαστανγκ η λευκή αυτή τη φορά ηθοποιός Αλίσια Μιλάνο.
Αυτή η αναφορά στο «μαύρη» και «λευκή» αναδεικνύει τη διαφορά στην απήχηση που έχει ο λόγος των μεν και των δε, συγκεκριμένα στην Αμερική, καθώς από εκεί ξεκίνησε και αποτυπώνει με έμμεσο τρόπο ότι οι λόγοι κάποιων και κατ΄επέκταση τα σώματα και η ύπαρξή τους, έχουν περισσότερη αξία από εκείνα άλλων σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα. Όταν δηλαδή η Tarana Burke έφτιαξε αυτό το δίκτυο για να ενισχύσει τις μαύρες γυναίκες που υπήρξαν θύματα κακοποίησης, δεν ξεσηκώθηκε ένα ανάλογο κύμα διαμαρτυρίας, γιατί τα σώματα των μαύρων πολιτών, ανδρών και γυναικών, όπως ανέδειξε και κάποια χρόνια αργότερα ένα άλλο κίνημα, το Black Lives Matter, αντιμετωπίζονται με ένα διαφορετικό τρόπο στην Αμερική, ο οποίος αναδεικνύει την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό που βιώνουν επειδή το χρώμα τους είναι μαύρο.
Αυτή τη φορά όμως το κίνημα #metoo ξεπέρασε τα «στενά» σύνορα της Αμερικής και με τη βοήθεια του διαδικτύου εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο, βοηθώντας σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες να αποκαλύψουν τη δική τους προσωπική ιστορία σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης. Και ξαφνικά, έστω για λίγο, όλοι και όλες κατάλαβαν ότι η έμφυλη βία δεν έχει κοινωνικό και οικονομικό πρόσημο και δεν συναντάται μόνο στις υποβαθμισμένες ζώνες αυτής της κοινωνίας. Αντίθετα φτάνει στα υψηλότερα στρώματα αυτής, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι οι ρίζες της πατριαρχίας είναι βαθιές και δύσκολο να ξεριζωθούν. Και αυτό φάνηκε και στη συνέχεια από την αντίδραση των ανθρώπων σε αυτό το πλήθος καταγγελιών και δημοσιοποιήσεων έμφυλης βίας εναντίον υπεράνω πάσης υποψίας πολιτών.
Η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο δεν είναι κάτι ανύπαρκτο, οπότε και το Χόλυγουντ, ως μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής θεαμάτων, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτήν την πατριαρχική αντίληψη για τη γυναικεία υπόσταση. Κατά καιρούς, εξάλλου, είχαν βγει στην επιφάνεια διάφορα ζητήματα έμφυλης ανισότητας, όπως για παράδειγμα η μισθολογική. Οι γυναίκες ηθοποιοί αμείβονται με λιγότερα χρήματα. Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας αποκλεισμού είναι αυτός της ηλικίας, γνωστός και ως «ageism». Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες είναι σαφώς πιο δύσκολο από ότι οι άντρες συνάδελφοί τους να βρουν εργασία ως ηθοποιοί και η ηλικία τους αποτελεί στοιχείο αποκλεισμού στο εργασιακό περιβάλλον, κάτι που ούτως ή άλλως συμβαίνει και εκτός Χόλυγουντ. Τελικά αυτός ο λαμπερός κόσμος των διασημοτήτων δεν είναι και τόσο λαμπερός και συμβαδίζει με τον υπόλοιπο κόσμο των κοινών θνητών. Πέφτει πάνω του το σκοτάδι του σεξισμού και της πατριαρχίας, το οποίο δημιουργεί ζώνες αποκλεισμού εντός της κοινωνίας.
Και αντί να ειπωθεί ότι αυτή η δημοσιοποίηση βάζει ένα λιθαράκι στην απελευθέρωση των γυναικών από την ενοχή, τη σιωπή και συμβάλλει έστω και με αυτόν τον τρόπο, στη συνειδητοποίηση των ορίων που πρέπει να τηρούνται από τα αρσενικά υποκείμενα, πολλοί βγήκαν και μίλησαν για μια «μόδα» ή αναζητούσαν τα κίνητρα πίσω από αυτή τη μη αναμενόμενη δημοσιοποίηση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Στο ελληνικό συγκείμενο, σε επίπεδο δημόσιου λόγου, η είδηση αυτή αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια καθώς προκαλούσε εντύπωση αυτή η η διάσταση που πήρε. Φράσεις του τύπου «Καλά, όλες τώρα το θυμήθηκαν;» και «Τόσα χρόνια γιατί δεν μιλούσαν;» εξέφραζαν με τον καλύτερο τρόπο την κατανόηση στο «διωγμό» εναντίον των ανδρών και φράσεις όπως «κυνήγι μαγισσών» ολοένα και περισσότερο ακούγονταν και αποτύπωναν μια συμπαράσταση σε αυτό που βίωναν. Επίσης, τέτοιου είδους φράσεις συμβάλλουν στην αποδυνάμωση και υποτίμηση αυτού του κινήματος.
Μια άλλη διάσταση που θίχτηκε στο δημόσιο λόγο από άνδρες και από γυναίκες σχετικά με το κίνημα #metoo ήταν το ζήτημα της ενοχοποίησης του φλερτ. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθεί και το κείμενο των 100 Γαλλίδων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ. Στο κείμενο αυτό εκφράζεται μια ιδιαίτερα επικριτική στάση απέναντι στο κίνημα #metoo. Οι κύριες θέσεις του κειμένου μπορούν με συντομία να αποτυπωθούν ως εξής((http://www.documentonews.gr/article/8-ellhnides-apantoyn-sto-documento-me-aformh-to-metoo)):
- «Ο βιασμός είναι έγκλημα. Όμως το επίμονο ή αδέξιο “καμάκι” δεν είναι αδίκημα, ούτε η αβρότητα σεξιστική επίθεση».
- «Ως γυναίκες, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε αυτό τον φεμινισμό που, πέρα από την καταγγελία των καταχρήσεων εξουσίας, παίρνει μορφή μίσους προς τους άνδρες και τη σεξουαλικότητα».
- «Η ελευθερία να ενοχλείς είναι απαραίτητη για τη σεξουαλική ελευθερία».
Στις παραπάνω θέσεις είναι δυνατό να διακρίνει κάποιος/α μια εξίσωση ανάμεσα στο φλέρτ που γίνεται κάτω από ίσους όρους, ανεξάρτητα ποιος/α κάνει την πρώτη κίνηση, με τη σεξουαλική παρενόχληση και τον εκβιασμό που γίνονται από θέση ισχύος ή εξουσίας. Ενώ χαρακτηριστική είναι και η θέση περί «ελευθερίας». Ούτε λίγο, ούτε πολύ, αναφέρεται ότι η «σεξουαλική ενόχληση» είναι απαραίτητη προϋπόθεση της σεξουαλικής ελευθερίας. Είναι αλήθεια ότι αυτή η θέση είναι άκρως προβληματική για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί η «ενόχληση» αναγνωρίζεται ως δικαίωμα των ανδρών, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο οδηγούν τις γυναίκες στη σεξουαλική απελευθέρωση. Αποδίδεται στους άνδρες, και μάλιστα από γυναίκες, ένας ρόλος απελευθερωτή, μέσα από μια διαδικασία που υποτιμάει την ύπαρξή τους συνολικά. Επιπλέον στο κείμενο αυτό των 100, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στους εκβιασμούς που βιώνουν στην καθημερινότητά τους, στα εργασιακά και όχι μόνο περιβάλλοντα οι γυναίκες και τα λοατκι υποκείμενα. Η αναγνώριση της ελευθερίας σε έναν άνδρα να ενοχλεί ή αναγνώριση ενός πουριτανισμού ή του μη ευνουχισμού των ανδρών, συνιστούν εκφάνσεις μιας άκρως πατριαρχικής αντίληψης και θέασης της κοινωνίας. Επιπλέον, μια τέτοια αντίληψη και πρόσληψη της πραγματικότητας, η οποία «αναγνωρίζει» στον άνδρα να λειτουργεί κατά βούληση και δίχως περιορισμούς, στερεί από τις γυναίκες ένα σημαντικό χώρο δράσης και αυτενέργειας. Αυτός ο χώρος θα δίνεται και θα ορίζεται μόνο από τα αρσενικά υποκείμενα.
Στο κείμενο των 100 Γαλλίδων ο άνδρας παρουσιάστηκε ως «απελευθερωτής», αλλά, όπως θα δούμε στο παράθεμα που ακολουθεί, είναι και «σαγηνευτής».
Το σχόλιο για το #metoo στην εφημερίδα Documento της Μυρτώς Αλικάκη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον:
Από κει και πέρα, οτιδήποτε άλλο αφορά το φλερτ, την έκφραση της σεξουαλικότητας, ακόμα και με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί σεξιστικός, είναι στο πλαίσιο του φυσιολογικού. Γι’ αυτό σαφέστατα συμφωνώ με τις 100 Γαλλίδες. Δεν μπορεί το φλερτ να αντιμετωπίζεται φοβικά ή και να καταχερίζεται και μετά να παραπονιόμαστε ότι οι άνδρες είναι ευνουχισμένοι και δεν υπάρχει ερωτικό παιχνίδι. Είναι άλλωστε στο ρόλο των ανδρών –και γιατί όχι, και των γυναικών– να προσπαθούν να σαγηνεύσουν το άλλο φύλο.
Η δήλωση αυτή δημοσιεύτηκε μαζί με άλλες στην εφημερίδα Documento ως σχολιασμός στο κίνημα #metoo και συντάσσεται με το πνεύμα και τις θέσεις του κειμένου των 100 Γαλλίδων. Υπερασπίζεται δηλαδή το φλερτ, λες και αυτό είναι που «διώκεται» ή θίγεται μέσα από αυτήν την κίνηση. Πρόκειται για μια ανάγνωση του κινήματος εντελώς αποπροσανατολιστική από το βασικό άξονα του θέματος. Η σεξουαλική παρενόχληση από όπου κι αν θίγεται, οποιαδήποτε στιγμή κι αν θίγεται είναι παρενόχληση και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τι είναι αυτό που ορίζεται ως «φυσιολογικό» και ποιος το ορίζει ως τέτοιο; Ποιος έχει θέσει τους όρους και τα κριτήρια του «φυσιολογικού» στην κοινωνία που ζούμε; Σε μια κοινωνία όπου, το να θεωρείσαι και σεξιστής, δεν είναι πρόβλημα γιατί είναι στο «πλαίσιο του φυσιολογικού». Θα λέγαμε ότι η κουλτούρα του βιασμού ενισχύεται και κατά ένα τρόπο πριμοδοτείται.
Επιπλέον η φράση ότι δεν μπορούμε «να παραπονιόμαστε ότι οι άνδρες είναι ευνουχισμένοι και δεν κάνουν ερωτικό παιχνίδι» αποδίδει εξολοκλήρου την ευθύνη στις γυναίκες και επιπρόσθετα στη συνέχεια της δήλωσης αναγνωρίζεται ένας έμφυλος ρόλος σαγήνης του άλλου φύλου που, αφενός συντηρεί το υπάρχον καθεστώς της έμφυλης διάκρισης και επουδενί συμβάλλει στην ισότητα και την ισότιμη μεταχείριση, αντίθετα δίνει την πρωτοβουλία στον άνδρα.
Η ανάδυση της αντίληψης ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη και συντήρηση ενός κυρίαρχου αρσενικού μας παραπέμπει στην έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας((Connell, R. W. (2006). Το κοινωνικό φύλο, μτφρ. Ε. Κοτσιφού. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο)), η οποία εκφραζόμενη από μια γυναίκα αν μη τι άλλο δημιουργεί αμηχανία και ως ένα βαθμό οργή. Η ηγεμονική αρρενωπότητα είναι το πρότυπο από πρακτικές που επιτρέπει την κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών να συνεχίζεται. Αυτές οι πρακτικές δεν είναι απαραίτητα βίαιες αλλά επιτυγχάνονται μέσω του πολιτισμού, των θεσμών και της πειθούς και κυρίως μέσω αυτού που θεωρείται και προσλαμβάνεται ως «φυσιολογικό» σε μια κοινωνία. Ένας από τους χειρότερους εχθρούς στην πρόοδο και εξέλιξη των κοινωνιών είναι η «φύση».
Τέλος, σε μια κοινωνία, που είναι πλούσια από διάφορες σεξουαλικότητες και έμφυλες ταυτότητες, το να παραμένεις ακόμα στο δίπολο άνδρας-γυναίκα, θα λέγαμε ότι αυτό είναι πουριτανισμός και όχι η τοποθέτηση ορίων σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται οι γυναίκες το σώμα τους. Αυτό αντίθετα το ονομάζαμε πρόοδο.
Και η δημοσιογράφος Ευγενία Λουπάκη δηλώνει χαρακτηριστικά στο ίδιο δημοσίευμα:
Το κίνημα #metoo που δημιουργήθηκε μετά τις πρώτες καταγγελίες σε βάρος του Χάρβεϊ Γουάινστιν, με στόχο την εξυγίανση της κινηματογραφικής «οικογένειας» από τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών, έχει ήδη εκτραπεί σε κυνήγι μαγισσών αρσενικού γένους. Μια χιονοστιβάδα καταγγελιών για βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις, για παρενοχλήσεις κάθε είδους, βρίσκεται εν εξελίξει. Οι περισσότερες καταγγελίες αφορούν γεγονότα που συνέβησαν δεκαετίες πριν και όλες οι καταγγέλλουσες δηλώνουν ότι, δεν μίλησαν τότε για διάφορους λόγους. Είναι προφανές ότι μαζί με τις αληθινές περιπτώσεις, συμφύρονται και διάφορες άλλων σκοπιμοτήτων. Μια λεπτομερής ανάγνωση των συνεντεύξεων των γυναικών που καταγγέλλουν, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση. Αλλά στην Ελλάδα συνηθίζουμε να μιλάμε πολύ και να διαβάζουμε λίγο. Σε ό,τι μας αφορά ως γυναίκες, έχουμε καθαρό ότι ο βιασμός είναι έγκλημα στο οποίο ποτέ δεν φταίει το θύμα. Ο,τι κι αν φοράει, όσο κι αν έχει πιει, όσο κι αν φλερτάρει με όποιον τρόπο νομίζει. Τείνει επίσης –και σε αυτό συμφωνώ απόλυτα με τις 100 Γαλλίδες– να ποινικοποιήσει το φλερτ και να συγκροτήσει νεοπουριτανισμό.
Σε αυτό το απόσπασμα από τις δηλώσεις της κ. Λουπάκη, τίθεται εκ νέου η “ποινικοποίηση” ή “ενοχοποίηση” του φλερτ και η “συγκρότηση νεοπουριτανισμού”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, μέσω τέτοιων κινημάτων που φέρνουν στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου την έμφυλη κακοποίηση. Άραγε είναι το ίδιο να φλερτάρεις και το ίδιο να παρενοχλείς; Η καταδίκη και των Γαλλίδων φεμινιστριών και των δύο συνεντευξιαζόμενων απέναντι στο βιασμό είναι ξεκάθαρη. ‘Όμως αυτή η καταγγελία συνοδεύεται από την αυτόματη υπεράσπιση του “φλερτ”. Με αυτόν τον τρόπο δεν τίθενται τα όρια και “μασκαρεύεται” το τι είναι η παρενόχληση και όταν θα έρθει η ώρα της καταγγελίας κάποιου βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης, κάποιοι θα υπερασπιστούν το “δικαίωμά” τους στην ελευθερία της έκφρασης προκειμένου να είναι “άντρες”, να μην “ευνουχιστούν”, να τηρείται το “φυσιολογικό”. Επίσης το ζήτημα της τήρησης της “σιωπής” για τόσα χρόνια, που θίγεται στο απόσπασμα. είναι ένα θέμα που μπορεί να συνέβη για πολλούς λόγους. Ένας πιθανός λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό είναι γιατί η κοινωνία είναι διαφορετική από ότι ήταν πριν από 20 χρόνια. Και το γεγονός ότι οι καταγγέλλουσες διεκδικούν, μιλάνε και σπάνε τη σιωπή, κάνουν τον κόσμο να σκεφτεί, να «μπει στη θέση τους» και το ότι δεν φοβούνται είναι κέρδος και σίγουρα οι συνειδήσεις επηρεάζονται και σε κάποιο βαθμό είναι δυνατό να αλλάξουν.
Η εικόνα εξάλλου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επίδραση των συνειδήσεων και το γεγονός ότι στη βραδιά των όσκαρ, μια βραδιά την οποία παρακολουθούν εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο, οι γυναίκες ηθοποιοί έθιξαν αυτό το ζήτημα, δίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν ρωγμές στο υπάρχον πλαίσιο και η σιωπή να σπάσει και σε άλλους εργασιακούς χώρους. Και είμαι σίγουρη ότι υπήρξαν γυναίκες που αντέδρασαν όταν το αφεντικό ή κάποιος άλλος άνδρας στη δουλειά τους τους είπε: «Δεν βάζεις κάτι πιο σέξι», «Γιατί δεν αναδεικνύεις περισσότερο τη θηλυκή σου πλευρά;». Το #metoo, όπως και κάθε κίνηση δημοσιοποίησης έμφυλης βίας, συμβάλλει στο να επιτευχθεί κάποια στιγμή η μη ανοχή και το σπάσιμο της σιωπής από περισσότερες γυναίκες.
Το κίνημα #metoo πιστεύω ότι αντικατοπτρίζει μια κοινωνική αλλαγή ως προς το τι είναι ανεκτό, αποδεκτό και φυσιολογικό σε σχέση με τη συμπεριφορά των ανδρών απέναντι στις γυναίκες. Οι γυναίκες δεν είναι ίδιες με τις γυναίκες όπως ήταν πριν από 20 χρόνια. Και σε αυτό έχει συμβάλλει και η παιδεία αναφορικά με τις έμφυλες σχέσεις και οι διάφορες κινήσεις που θέτουν ζητήματα συνειδητοποίησης της καταπίεσης και της έμφυλης βίας. Το θέμα είναι ότι η αντίδραση απέναντι στο #metoo αναδεικνύει ότι οι ρίζες της πατριαρχίας είναι βαθιές και ότι, όταν θα νιώθει ότι απειλείται θα βρίσκει συμμάχους εκεί που δεν θα το περιμένει και ότι θα προσπαθεί να εκμηδενίσει οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησής της.
Επίσης, στο παραπάνω απόσπασμα, γίνεται αναφορά στο «κυνήγι μαγισσών» που ξέσπασε στον κόσμο του θεάματος. Το “κυνήγι μαγισσών” είναι αλήθεια ότι δεν είναι ωραίο ―και στο παρελθόν υπήρξαμε μάρτυρες αντίστοιχων διαδικασιών―, με την έννοια ότι λειτουργεί ολοκληρωτικά και ότι θεωρεί ότι όλοι οι άνδρες είναι το ίδιο και συμπεριφέρονται το ίδιο. Προφανώς και δεν είναι έτσι και ούτε θέλουμε μια κοινωνία διχασμένη ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αλλά μια κοινωνία στην οποία μπορούν όλοι/ες να συνυπάρξουν με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και κατανόηση. Είναι σημαντικό, ωστόσο, και αυτό αποσιωπάται, ότι το κίνημα #metoo καταδεικνύει με τον πιο εναργή τρόπο ότι οι συμπεριφορές δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες και ότι η ανοχή και η σιωπή, που οι κοινωνίες για τόσα χρόνια έδειξαν, αρχίζει και μειώνεται και δίνει τη θέση της σε πιο μαχητικές συμπεριφορές, παίρνοντας πίσω τις ζωές τους και τα σώματά τους από την πατριαρχική αντίληψη που ηγεμονεύει και δυναστεύει τις ζωές των γυναικών και των «άλλων» αυτής της κοινωνίας.