Η κουλτούρα του Ballroom

Η

Της Νάντιας Μάντεση
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1

Η οικογένεια επιλογής είναι μια κοινωνική δομή μέσα στην οποία συμβιώνουν υποκείμενα, τα οποία έχουν επιλέξει το ένα το άλλο για να σχηματίσουν τη δική τους οικογένεια. Συνήθως αυτές οι οικογένειες αποτελούνται από ΛΟΑΤΚΙ άτομα, που επιλέγουν τη διαμόρφωση τέτοιων οικογενειών, καθώς εκεί νιώθουν πιο άνετα και μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ότι με τη βιολογική τους οικογένεια. Η πιο κοινή «εικόνα» της οικογένειας είναι αυτή της δυτικής πυρηνικής ετεροκανονικής οικογένειας: μπαμπάς, μαμά, παιδιά, στην οποία τα μέλη της οικογένειας έχουν κάποιου είδους βιολογική συγγένεια μεταξύ τους. Από την άλλη, μια οικογένεια επιλογής αποτελείται από άτομα που δεν έχουν κάποια συγγένεια ή δεν είναι νομικά αναγνωρισμένα από το κράτος ως οικογένεια (π.χ. γάμος) και έχουν επιλέξει να σχηματίσουν μια οικογένεια με άλλα άτομα, τα οποία θεωρούν την οικογένειά τους, έχοντας τις ίδιες ευθύνες και προνόμια που έχει ο καθένας όντας μέλος μιας οικογένειας. Αυτές οι οικογένειες έχουν αναπτυχθεί κυρίως στις ΗΠΑ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις οικογένειες που είχαν διαμορφώσει τα μέλη της μαύρης και νοτιοαμερικάνικης κουήρ κοινότητας στη Νέα Υόρκη στα μέσα του 20ου αιώνα.

Οι οικογένειες αυτές αποτελούνταν κυρίως από μαύρες/ους και λατίνους/ες γυναίκες και άντρες, τρανς γυναίκες και άντρες, που ήταν λεσβίες, γκέι, μπάι, στρέιτ και κουήρ. Συμμετείχαν με το δικό τους «σπίτι» (έτσι ονομαζόταν η κάθε οικογένεια, που είχε και το δικό της όνομα π.χ. House of Ninja και όλα τα μέλη της είχαν αυτό το επώνυμο) σε διαγωνισμούς, όπου έδιναν παραστάσεις, αμφισβητώντας και αναθεωρώντας τις κυρίαρχες έννοιες του κοινωνικού φύλου, της σεξουαλικότητας, της οικογένειας και τελικά της κοινότητας. Η κουλτούρα του χορού (ballroom/ball/house culture) αναπτύχθηκε το 1920 στη Νέα Υόρκη κυρίως από γκέι λευκούς άντρες, αλλά ο ρατσισμός και ο αποκλεισμός, που δέχονταν τα μη λευκά μέλη της κοινότητας, τα οδήγησε στη δημιουργία της δικής τους κοινότητας στις αρχές του 1960. Οι χοροί που διοργανώνονταν, στο πλαίσιο των διαγωνισμών, αποτελούσαν ένα ασφαλές μέρος όπου τα μέλη της μαύρης και νοτιοαμερικάνικης κοινότητας μπορούσαν να καταφεύγουν και να εκφράζονται ελεύθερα. Σε αυτές τις παραστάσεις/χορούς τα μέλη των διάφορων οικογενειών ντύνονταν παρενδυτικά, επιτελώντας πληθωρικές εκδοχές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας (drag) και διαγωνίζονταν σε διάφορες κατηγορίες. Οι drag queens και kings διαμορφώνουν μια δική τους περσόνα με δικό της όνομα και καλλιεργούν το δικό τους μοναδικό στυλ, στον τρόπο που κινούνται, ντύνονται και δίνουν παραστάσεις. Ο διαγωνισμός περιλάμβανε τη διάσχιση της πασαρέλας και το χορό, που συνοδεύονταν και από απαγγελία πρόζας. Οι κατηγορίες στις οποίες διαγωνίζονταν αφορούσαν κυρίως την αναπαράσταση διαφορετικών κοινωνικών προτύπων, προσπαθώντας να μιμηθούν όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά τη συμπεριφορά ενός τέτοιου υποκειμένου, όπως π.χ. ετεροφυλόφιλος/η άντρας ή γυναίκα, στέλεχος επιχείρησης και πολλά άλλα. Στην κουλτούρα ballroom αναπτύχθηκε γλώσσα αργκό και το voguing, ένα είδος χορού που επιστρατεύει κινήσεις από πόζες φωτογράφισης (το οποίο πήρε το όνομά του από το περιοδικό vogue). Το έπαθλο αυτών των διαγωνισμών δεν ήταν λεφτά ούτε κάποιο υλικό αγαθό· ήταν απλά η τιμή και η φήμη, με άλλα λόγια η συμβολική αναγνώριση στο πλαίσιο της κοινότητας, η νίκη σε κάποια κατηγορία του «χορού».

Τα «σπίτια» που έπαιρναν μέρος σε αυτούς τους διαγωνισμούς, ως ομάδες, αποτελούσαν μια κοινωνική δομή στο πλαίσιο της μαύρης και νοτιοαμερικάνικης κουήρ κοινότητας της εποχής, μια εναλλακτική μορφή οικογένειας. Της οικογένειας ηγούταν μια «μητέρα»/«πατέρας» που ήταν συνήθως γκέι άντρες ή τρανς γυναίκες/ γκέι άντρες ή τρανς άντρες. Η «μητέρα» ήταν υπεύθυνη για τα «παιδιά» του σπιτιού της, να τα καθοδηγήσει και να τα συμβουλεύει για οτιδήποτε χρειάζονταν για τη ζωή στην κοινότητα και όχι μόνο. Τα «παιδιά» μπορεί να ήταν οποιασδήποτε ηλικίας, φυλής, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και καταγωγής, από όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Οι οικογένειες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση και ανάπτυξη της μη λευκής ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στις ΗΠΑ. Τα σπίτια ήταν ένα μέρος όπου πολλά άτομα (κυρίως στην εφηβική ηλικία) διωγμένα από το σπίτι τους, είτε επειδή είχαν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από τον ετεροκανικό (γκεί, λεσβίες, μπάι, κουήρ ή οτιδήποτε άλλο) είτε επειδή είχαν διαφορετική ταυτότητα φύλου από το βιολογικό τους φύλο (τρανς), έβρισκαν ένα καταφύγιο. Επίσης, την περίοδο 1970–1980 η πόλη της Νέας Υόρκης βρισκόταν σε οικονομική ύφεση, που οδήγησε σε μείωση των κοινωνικών παροχών, ιδίως για τους νέους άστεγους της πόλης, που βρέθηκαν σε αυτήν την κατάσταση είτε λόγω ανεργίας είτε, πολλές φορές, λόγω του AIDS/HIV. Έτσι, πολλές «μητέρες» μάζευαν τα παιδιά τους από τους δρόμους και τα πάρκα της Νέας Υόρκης, όπου ζούσαν λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης εκείνης της περιόδου ή ύστερα από την εγκατάλειψη/εκδίωξή τους από τη βιολογική τους οικογένεια. Για την επιβίωσή τους, συχνά διακινούσαν ναρκωτικά ή έκαναν μικροκλοπές ή εργάζονταν ως σεξεργάτ(ρι)ες. Τότε, όπως και σήμερα, οι μειονότητες των μαύρων και των νοτιοαμερικάνων στις ΗΠΑ αντιμετώπιζαν καθημερινό και συστημικό/κρατικό ρατσισμό, ενώ το ότι η μη ένταξη στο ετεροκανονικό πρότυπο, επέτεινε το ρατσισμό που βίωνε η κουήρ κοινότητα. Το ντοκιμαντέρ Paris is Burning (1990) της Jennie Livingston δίνει μια πολύ καλή οπτική πάνω στην ball culture στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980. Η ταινία ξεκινά με τα λόγια ενός μέλους της κοινότητας: «Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει πως δικαιούσαι τρία μειονεκτήματα σε αυτόν τον κόσμο, όπως κάθε μαύρος έχει δύο, ότι είναι μαύρος και ότι είναι άντρας. Αλλά εσύ είσαι μαύρος, άντρας και γκέι. Θα τα βρεις πολύ δύσκολα και αν είναι να το κάνεις αυτό (να είσαι γκέι,) θα πρέπει να είσαι πάρα πολύ δυνατός». Οι οικογένειες, πέρα από καταφύγιο για τη στέγαση και τη σίτιση των μελών της, αποτελούσαν δίκτυα αυτό-προστασίας από ρατσιστικές και ομοφοβικές/τρανσφοβικές επιθέσεις που δέχονταν τα μέλη της κουήρ μαύρης και νοτιοαμερικάνικης κοινότητας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, καθώς κυκλοφορούσαν μαζί και προστάτευαν το ένα το άλλο. Επίσης την περίοδο του ’80, όταν οι κουήρ κοινότητες αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα λόγω του HIV/ AIDS, χωρίς να υπάρχει καμιά μέριμνα ή ενημέρωση από το κράτος για το ζήτημα, αυτές οι οικογένειες ήταν πηγή ενημέρωσης, πρόληψης και υποστήριξης για τα άτομα.

Ένας άλλος έμμεσος τρόπος αντιμετώπισης της περιθωριοποίησης της κουήρ κοινότητας ήταν η ρεαλιστική απεικόνισή από τα κουήρ υποκείμενα ετεροκανονικών υποκειμένων στο πλαίσιο των κανονιστικών προτύπων της εποχής. Τα μέλη των houses στους διαγωνισμούς στην κατηγορία Πραγματικότητα (Realness), που ήταν και από τις πιο δημοφιλής, καλούνταν να αναπαριστούν διάφορα ετεροκανονικά πρότυπα μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν. Όσο πιο αληθοφανή ήταν τα αποτελέσματα, τόσο μεγαλύτερη βαθμολογία έπαιρναν στους χορούς, αυξάνοντας το προσωπικό κύρος, αλλά και το κύρος της οικογένειας μέσα στην κοινότητα. Με τη βοήθεια του μακιγιάζ, διαφορετικών ρούχων και του τρόπου συμπεριφοράς, μπορούσαν να «περνούν» σαν «κανονικοί» άντρες ή γυναίκες, σύμφωνα με τα κυρίαρχα πρότυπα, βοηθώντας τα υποκείμενα να επιβιώνουν μέσα στις σκληρές συνθήκες της εποχής. Με άλλα λόγια οι διαγωνισμοί, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, αποτελούσαν μια «πρόβα» της «πραγματικής» ζωής.

Τα παραπάνω αποτελούν ένα παράδειγμα μιας εναλλακτικής οικογένειας, που τα μέλη επέλεγαν τα υπόλοιπα μέλη και ουσιαστικά δημιουργούσαν μια δομή για την εξυπηρέτηση και την κάλυψη των αναγκών τους. Αυτή η δομή καλούνταν να εκπληρώσει ένα κενό που δημιουργούσε η αποβολή από τη βιολογική οικογένεια, και η κοινωνική περιθωριοποίηση και ο σεξισμός. Η ballroom κοινότητα αμφισβητούσε το διπολικό διαχωρισμό του φύλου, καθώς το φύλο ήταν ρευστό και σχεσιακό, και δεν υπήρχαν τα τυπικά και κοινωνικώς επιβεβλημένα όρια μεταξύ των διάφορων ταυτοτήτων φύλου και σεξουαλικότητας. Τα μέλη της μπορούσαν να αυτόπροσδιορίζονται με οποιονδήποτε τρόπο για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή να αλλάζουν την ταυτότητα φύλου τους όποτε ήθελαν, αλλά ταυτόχρονα να εμμένουν στο διπολικό σύστημα κατά τη διάρκεια της κατηγορίας «Πραγματικότητας» στους χορούς. O εναλλακτικός τρόπος ζωής των μελών της μαύρης και νοτιοαμερικάνικης κουίρ κοινότητας της Νέας Υόρκης του 1980 και η διαμόρφωση των σχέσεων τους μέσα και έξω από την οικογένεια, έρχονταν σε πλήρη αντιδιαστολή με την ετεροκανονική πατριαρχική κοινωνία μέσα στη οποία αναπτύχθηκε, δίνοντας ένα παράδειγμα αντίστασης και επιβίωσης ακόμα και μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες.

Σχετικές ταινίες και σειρές:
Paris is burning, (1991) ντοκιμαντέρ της Jennie Livingston
POSE, (2018) τηλεοπτική σειρά στο δίκτυο FX
The Aggressives, (2005) ντοκιμαντέρ by Eric Daniel Peddle

Βιβλιογραφία:
Marlon M. Bailey, 2011, Gender/Racial Realness: Theorizing the Gender System in Ballroom Culture.
http://americanhistory.si.edu/blog/queens-and-queers-rise-drag-ball-culture-1920s
http://haenfler.sites.grinnell.edu/subcultures-and-scenes/underground-ball-culture/
https://www.harlemworldmagazine.com/harlems-drag-ball-history/

Σχετικά με τον συγγραφέα

Πρόσφατα Κείμενα

Άρχειο

Categories

Μπορείτε να μας βρείτε: