Της Έλενας Ψαρρέα
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1
Οι έμφυλες διακρίσεις εντός της οικογένειας είναι ένα συχνό φαινόμενο καθώς εμφανίζονται ως συνεπεία της διανομής διαφορετικών ρόλων. Η οικογένεια είναι συνήθως ο πρώτος χώρος στον οποίο εκπαιδεύονται τα μέλη στη σημασία των έμφυλων χαρακτηριστικών, ως προς τις καθημερινές πράξεις, τις προσδοκίες και την κατασκευή μιας εικόνας για τον εαυτό τους. Ο ρόλος παραδίδεται μέσω του εκάστοτε παραδείγματος και η εξοικείωση έρχεται με τη συναισθηματική ασφάλεια και εμπιστοσύνη της οικογενειακής σχέσης. Σε αυτό το πλαίσιο ο κάθε ρόλος αποτελεί εργαλείο επιβολής και πειθάρχησης, το γεγονός ότι συμβαίνει εντός ενός περιβάλλοντος φροντίδας και προστασίας, όπως η οικογένεια, επικυρώνει την ισχύ και την αυτονόητη αποδοχή του. Στην περίπτωση των γυναικών οι κυρίαρχοι ρόλοι που τους αποδίδονται είναι της μητέρας, της συζύγου, της συντρόφου, της δεκτικής, της υπομονετικής. Πρόκειται για ρόλους οι οποίοι τοποθετούνται σε ένα κυρίως εσωτερικό χώρο και εγκλωβίζουν τις γυναίκες δυσανάλογα στο σπίτι. Παράλληλα δημιουργούν μια εσφαλμένη πεποίθηση περί φυσικού, αποδεκτού χώρου. Σε αυτόν τον κλειστό, εσωτερικό χώρο της πατριαρχικής ετερόφυλης οικογένειας νοηματοδοτούνται μια σειρά δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται ευθέως με τα ζητήματα της γυναικείας σεξουαλικότητας, της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος και της μητρότητας.
Η μητρότητα παρουσιάζεται ως ένας προορισμός, μια σταθερή κατεύθυνση και φθάνει να ανάγεται σε καθοριστικό παράγοντα της σωματικής και διανοητικής κατάστασης των γυναικών, τόσο των φυσιολογικών δυνατοτήτων τους, όσο και των κοινωνικών καθηκόντων τους. Ένας ατέρμονος κύκλος συνεπειών καθώς από τη μία πλευρά η αναπαραγωγική λειτουργία θεωρείται προσδιοριστικός παράγοντας της φυσιολογικής και κοινωνικής ζωής των γυναικών, ενώ από την άλλη είναι ακριβώς η αναπαραγωγική αποστολή που τις περιορίζει στο «φυσικό» τους πεδίο δράσης που είναι η οικιακότητα, ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού και της οικογένειας.
Η απεικόνιση των γυναικών στην ιστορία συχνά βρίσκει τη μορφή της στα γυναικεία ομοιώματα που ονομάζονται «Αφροδίτες». Φέρουν περιδέραια, έχουν μακριά μαλλιά και κάθονται, για να δηλώσουν στερεοτυπικά τη θηλυκότητά τους, συνήθως είναι σε εγκυμοσύνη. Αντίθετα τα ανδρικά ομοιώματα αναπαρίσταται διαρκώς σε κίνηση.
Στα επιστημονικά εγχειρίδια του 19ου αιώνα δεσπόζουσα θέση στις αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος κατέχει η μήτρα, δηλώνοντας εμφατικά την ισχύουσα ιατρική αντίληψη ότι οι γυναίκες ορίζονται και καθορίζονται από την αναπαραγωγική τους λειτουργία. Ο ιατρικός λόγος εμφανίζει τις γυναίκες να υπόκεινται στο αναπαραγωγικό τους σύστημα, σαν να πρόκειται για κάτι που είναι πέρα από τον δικό τους έλεγχο. Οι απεικονίσεις εμφανίζουν τη γυναίκα ως πλάσμα της φύσης και όχι της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού.
Από εκείνες τις περιόδους μέχρι σήμερα το βασικό μοντέλο δεν αλλάζει, ο φυσικός προορισμός της μητρότητας. Η μητρότητα παρουσιάζεται ως μια ιδεατή κατάσταση, ρομαντική, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, τη φυλετική ταυτότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συγκαλύπτεται η συνθετότητα και η σκληρή πραγματικότητα στις ζωές των γυναικών. Διατηρείται η εντύπωση ότι υπάρχουν κάποια οικουμενικά κριτήρια που επιβάλλουν την επιλογή για τη μητρότητα και έρχεται η στιγμή το οικογενειακό περιβάλλον σε συνδυασμό με το κοινωνικό να πιέσουν αφόρητα για την αποδοχή του «φυσικού προορισμού».
Αν και το γυναικείο κίνημα και οι φεμινιστικές οργανώσεις σε ό,τι αφορά στη μητρότητα εστιάζουν στην επιλογή και στο δικαίωμα ελέγχου του σώματος των γυναικών, γιγαντώνεται ένας ακραία εθνικιστικός λόγος ο οποίος αμφισβητεί κάθε άλλη επιλογή πέρα της μητρότητας. Η έκτρωση αντιμετωπίζεται ως μια εξαίρεση υπό αυστηρούς όρους και η εγκυμοσύνη ως ένα αναπόφευκτο γεγονός που σχετίζεται με τον οικογενειακό προγραμματισμό. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες επανέρχεται ένας συστημικός λόγος για την υπογεννητικότητα και το δημογραφικό ζήτημα.
Καλό είναι να θυμόμαστε ότι αυτός ο λόγος μπορεί ακόμα και σήμερα να βρίσκει ερείσματα γιατί έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν και από αριστερά κόμματα. Όταν τη δεκαετία 1976–1986 διακυβευόταν το αίτημα της έκτρωσης, υπήρχαν δυο πλευρές: απ’ τη μια πλευρά βρίσκονταν οι αυτόνομες φεμινιστικές ομάδες και οργανώσεις του γυναικείου κινήματος, οι οποίες προσέγγιζαν το ζήτημα της έκτρωσης από τη σκοπιά της απελευθέρωσης των γυναικών, της σεξουαλικότητάς και του σώματός τους, υποβάλλοντας σε κριτική το θεσμό της οικογένειας και της μητρότητας. Απ’ την άλλη βρίσκονταν οι, συνήθως κομματικές, γυναικείες οργανώσεις και σωματεία που υποστήριζαν το αίτημα νομιμοποίησης των εκτρώσεων αλλά ως πτυχή του οικογενειακού προγραμματισμού, άρα προς υποστήριξη της οικογένειας και της μητρότητας. Οι οργανώσεις αυτές προσυπέγραφαν επίσης τη ρητορική περί «δημογραφικού προβλήματος» και σ’ αυτά τα πλαίσια η νομιμοποίηση της έκτρωσης γινόταν αντιληπτή ως μια ορθολογική και φιλική προς τις γυναίκες διευθέτηση του ζητήματος του μεγέθους της οικογένειας.
Στην ιστορία της δυτικής νεωτερικότητας, η γυναικεία αναπαραγωγική λειτουργία έχει υπάρξει πεδίο βιο-πολιτικών διακυβευμάτων και συγκρούσεων. Από τις πιο ακραίες εκδοχές επιστράτευσης του γυναικείου σώματος και ενσωμάτωσης της γυναικείας αναπαραγωγικής λειτουργίας στους πειθαρχικούς μηχανισμούς της πολιτικής δημογραφίας είναι τα πολιτικά προγράμματα ελέγχου των γεννήσεων, ευγονικής και επιλεκτικής στείρωσης.
Η φυσικότητα του μητρικού ενστίκτου προβάλλεται σε κάθε ευκαιρία και στήνεται μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω από τη μητρότητα προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό το ένστικτο σε οποιαδήποτε ηλικία. Οι νέες τεχνολογίες της αναπαραγωγής θέτουν ως στόχο τη μητρότητα ανεξαρτήτως κόστους και οι γυναίκες μπαίνουν σε μια κατάσταση ελέγχου στο σώμα τους χωρίς να ξέρουν πώς θα βγουν από αυτή τη διαδικασία. Όπως τονίζεται στη σχετική βιβλιογραφία, τα ισχύοντα κριτήρια πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής ισχυροποιούν συμβατικές και κανονιστικές εννοιολογήσεις της βιολογικής μητρότητας στο πρότυπο της έγγαμης, ταξικά προνομιακής, λευκής και ετεροφυλοφιλικής πυρηνικής οικογένειας. Παράλληλα φτιάχνονται ενοχικά πρότυπα στη βάση της αντίληψης ότι δε μπορείς να αρνηθείς κάτι για το οποίο παλεύουν άλλες γυναίκες.
Το κίνημα των γυναικών εστίασε και στα θέματα υγείας, στον τρόπο που η κυρίαρχη επιστήμη προβάλλει το σώμα των γυναικών. Σκοπός ήταν η δυνατότητα να αποκτηθούν νέες αφηγήσεις γύρω από το σώμα, προσαρμοσμένες στις γνώσεις και εμπειρίες των γυναικών. Το βιβλίο Our Bodies, Ourselves (1976) της Ομάδας Γυναικείας Υγείας Βοστόνης στις ΗΠΑ (Boston Women’s Health Collective) αποτέλεσε ορόσημο για την αρχή μιας ευρείας παραγωγής λόγου και δράσεων που περιλάμβανε ομάδες αυτοβοήθειας και αυτογνωσίας, ιατρικό αυτοέλεγχο, αμφισβήτηση της ανδρικής ηγεμονίας και του ιατρικού κατεστημένου. Παράλληλα με τον πολιτικό ακτιβισμό, το κίνημα επεξεργαζόταν και ανέπτυσσε φεμινιστικές θεωρίες του σώματος.
Επιπροσθέτως οι φεμινιστικές σπουδές έδωσαν ώθηση στη μελέτη του έμφυλου χαρακτήρα της επιστήμης και της βιοϊατρικής. Εστίασαν και ιστορικοποίησαν την κατασκευή των διπολικών κατηγοριών, αρσενικό–θηλυκό, φύση–πολιτισμός και σώμα–πνεύμα. Αποκάλυψαν τους τρόπους με τους οποίους η γυναικεία σωματικότητα και υποκειμενικότητα κατασκευάζονται μέσω των λόγων και των πρακτικών μιας επιστήμης που δε χαρακτηρίζεται μόνο από «αντικειμενικότητα», «ορθολογισμό» και «οικουμενισμό», αλλά και ανδροκεντρισμό, ρατσισμό, ομοφοβία και μισογυνισμό.
Η διαδικασία της σύλληψης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της φυσικοποίησης των κοινωνικών συμβάσεων για το φύλο. Στην επίσημη γλώσσα της ιατρικής φυσιολογίας, το ωάριο «επιπλέει» ή «παρασύρεται», ενώ το σπερματοζωάριο κάνει ένα «περιπετειώδες ταξίδι», ώσπου να επιτεθεί και να «διεισδύσει» στο ωάριο. Μια μεταφορά της παθητικής θηλυκότητας και της ενεργητικής αρρενωπότητας που ενισχύονται και από επιστημονικά επιχειρήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεταφορές αυτές επιμένουν ακόμη και παρά τα πορίσματα νέων ερευνών. Οι φεμινίστριες έχουν εύστοχα παραλληλίσει την μυθολογία αυτή του δυναμικού, ηρωικού σπέρματος και του παθητικού, ναρκωμένου ωαρίου με το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης, στο οποίο η πριγκίπισσα έρχεται πάλι στη ζωή από το φιλί του πρίγκιπα. Όσο και να μοιάζει μια μεταφορά αστεία και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αυτή η μεταφορά νοηματοδοτεί την πεποίθηση ότι η καταγωγή και η ταυτότητα του εμβρύου προέρχονται από το αρσενικό.
Οι αντιλήψεις για το ρόλο της γυναίκας στο πλαίσιο της λειτουργίας και της διατήρησης της παραδοσιακής μορφής της οικογένειας αποτελούν εμπειρία πολλών χρόνων που δε σβήνει έτσι απλά, με τη μέθοδο της απόκρυψης, της αποσιώπησης, και της υπομονής. Το θεσμικό κομμάτι σίγουρα έχει παίξει σημαντικό ρόλο για την αναγνώριση των κεκτημένων αλλά δε μπορεί να ανατρέψει μια πρακτική που συνεχίζει να εφαρμόζεται στον ιδιωτικό, εσωτερικό, κλειστό χώρο της οικογένειας. Και τα δραματικά αποτελέσματα αυτής της πρακτικής αντανακλώνται στο κοινωνικό επίπεδο.
Το μονοπάτι ανατροπής αυτών των αφηγήσεων αποκαλύπτεται μέσα από την ανάδειξη των μορφών καταπίεσης και της ιστορικότητας τους, μέσα από την ανάδειξη των βιωμάτων των γυναικών. Η γνώση γίνεται δράση και εναντίωση, το βίωμα και η εμπειρία γίνεται πρόταση ανατροπής. Το φεμινιστικό κίνημα και οι φεμινίστριες με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να ανατρέψουν πλευρές του παραδοσιακού, πατριαρχικού μοντέλου, στην επιστήμη, την πολιτική, την οικογένεια, την εργασία.