Της Μαρίας Γεωργούλα
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1
Το καλοκαίρι του 2018 το συνεργατικό βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες πολιτείες (Θεσσαλονίκη) εξέδωσε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι, το πρώτο του στην κατηγορία της πεζογραφίας. Ο λόγος για τις Διαδοχικές ασυνέχειες, τη δεύτερη συλλογή της Γιώτας Τεμπρίδου, η οποία έπεται εκδοτικά ένα χρόνο από την πρώτη της συλλογή («Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες», εκδ. Ένεκεν, 2017)((Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης που έγινε στις 29/11/2018 στη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, διατηρεί το ίχνος της προφορικότητάς του.))
Γιώτα Τεμπρίδου, Διαδοχικές Ασυνέχειες, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2018, 48 σελίδες
Στις Διαδοχικές ασυνέχειες συναντούμε μικρο-διηγήματα, σύντομες αφηγήσεις που κυμαίνονται μεταξύ τριών σειρών και μισής περίπου σελίδας∙ μία ολόκληρη σελίδα δε θα βρείτε όσο και αν ψάξετε. Κατά συνέπεια, μπορούμε να τα διαβάσουμε ανά πάσα στιγμή, στη στάση του λεωφορείου, στο διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό ή περιμένοντας καρτερικά όταν μας έχουν στήσει σε ραντεβού. Πρόκειται για κείμενα τεχνικής αρτιότητας και εκφραστικής συμπύκνωσης, που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση, καθώς οι φράσεις ξετυλίγονται ή αποκωδικοποιούνται σε κάθε επόμενή τους και οι εξιστορήσεις εμπλουτίζουν το έργο διαρκώς με απρόσμενες όψεις της σύγχρονης ζωής, αστικής, αλλά και επαρχιακής. Δεν τους λείπει η λεπτή ειρωνεία και το χιούμορ, δουλεμένα καθώς είναι συχνά πάνω σε παροιμιακές ή κλισέ εκφράσεις και εμποτισμένα με μια νότα παραλόγου.
Αρχικά, παίρνοντας ανά χείρας αυτό το μικρό βιβλιαράκι, παρατηρούμε ότι η ειδολογική ένδειξη («μικρο-διηγήματα») προτάσσεται στη σελίδα τίτλου και επαναλαμβάνεται στο οπισθόφυλλο, προκειμένου να αποφευχθούν οι απεριόριστες ερμηνείες. Στη συνέχεια, καθώς το ανοίγουμε, πέφτουμε, θέλοντας και μη, πάνω στην αφιέρωση («Για τη ζωή μου/ που όλο ρωτάει/ να βρει πώς γίνεται»), όπου πάλι μας χαρίζεται ένας αναγνωστικός δείκτης. Είναι σαν η συλλογή να απαντά σε ένα σύνολο ερωτημάτων, θυμίζοντάς μας τα μικρά παιδιά με την αστείρευτη περιέργεια απέναντι σε οτιδήποτε εισέρχεται στο αντιληπτικό τους πεδίο. Η ζωή του συγγραφικού υποκειμένου, ιδωμένη ως απορία, υποβάλλει κατ’ ακολουθία τη γραφή ως σπουδή στο άγνωστο, στο ακαθόριστο που αντικρίζει ένα παιδί, καθώς παρατηρεί γύρω του έναν κόσμο απείρων δυνατοτήτων. Η συλλογή γίνεται ο νέος κόσμος που καλούμαστε αρχικά να αντικρίσουμε και στη συνέχεια να κατανοήσουμε.
Σε τι συνίσταται όμως αυτό το διαδοχικό και ασυνεχές σύμπαν του έργου, που προκρίνει ο τίτλος; Προς δικαίωσή του, το έργο δομείται πάνω στη χαλαρή σύνδεση των αφηγήσεων, σύνδεση όχι απαραιτήτως γραμμική, σίγουρα όμως θεματική. Κάποτε το ένα διήγημα ξετυλίγει ή συμπληρώνει το προηγούμενο. Δημιουργούνται έτσι ομαδοποιήσεις με άξονες αναφοράς τη βία και τη γυναικεία χειραφέτηση, τους οικογενειακούς δεσμούς και την απάρνησή τους, τους ερωτικούς δεσμούς και την απώλειά τους, το θρησκευτικό αίσθημα και την απόρριψή του, την προσφυγιά, το όνειρο (μπορεί βέβαια κανείς να προσθέσει και άλλους άξονες ή να τροποποιήσει αυτούς). Η κοινωνικοπολιτική ματιά είναι περισσότερο εμφανής σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή και εκτείνεται σε ένα εύρος στοιχείων, οι διακειμενικές αναφορές σε άλλους συγγραφείς ίσως λιγότερες, με το Φραντς Κάφκα να επανέρχεται σταθερά, το Μανόλη Αναγνωστάκη και το Βύρωνα Λεοντάρη να κάνουν την εμφάνισή τους και την Κατερίνα Γώγου να ενώνει τους απόκληρους αυτού του κόσμου. Υπάρχουν βέβαια και τα υπόρρητα διακείμενα, όπως για παράδειγμα μια σειρά από σαχτουρικής αίσθησης γέννες: «Μέχρι το βράδυ είχε συλλάβει περίπου πενήντα φορές. Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν οι γέννες. Δεν της ξέφυγε βογκητό.» («Του Φρεντερίκο», σ. 44).
Σε μια ιδιαίτερη στιγμή της συγγραφικής πρακτικής της σύνδεσης των διηγημάτων ως άτυπων ενοτήτων, απαντούμε μια παλιά μας γνώριμη, την Άννα, από την προηγούμενη συλλογή, όπου εκεί («Άννα και Δαρείος», σσ. 31–32), ως υπάλληλος μικρού επαρχιακού ζαχαροπλαστείου, απέκρουε με ηρεμία την προσβλητική αγένεια του ‘’μορφωμένου’’ μεσήλικα πελάτη Δαρείου. Τη βλέπουμε τώρα στο διήγημα «Φάση 2» (σ. 32), σε άλλο εργασιακό περιβάλλον, σερβιτόρα σε ταβέρνα, απόμακρη για τον κόσμο και ολιγομίλητη:
[…] Σέρβιρε τα πάντα, εκτός από επιδόρπιο. Φρόντιζε να μην έχει πολλές επαφές με τον κόσμο, το βλέμμα πάντα χαμηλό, τα λόγια λίγα. Μια μέρα, ένας μεσήλικας με τον αέρα του καλομορφωμένου σχολίασε όσο πιο δυνατά μπορούσε πως οι γυναίκες με αυτοκίνητα είναι απειλή. Θυμήθηκε αυτομάτως την αδερφή της, επαγγελματία οδηγό απ’ τις λίγες, και ύστερα αναρωτήθηκε αν η γενίκευση ισχύει και για τις λεσβίες. Της ξέφυγε ένα γέλιο δυνατό. Ο πελάτης φυσικά παρεξηγήθηκε. Δεν έκανε μεγάλη φασαρία, αλλά φεύγοντας άφησε λιγότερα χρήματα για τις γαρίδες που κατανάλωσε. Τη διαφορά την κάλυψε η Άννα, με ψηλά το κεφάλι τώρα, στο όνομα των ακοστολόγητων γυναικών της ζωής της.
Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε εδώ μια σύζευξη της εργασιακής με τη γυναικεία καταπίεση. Απέναντί τους και ιδίως απέναντι στη δεύτερη, διανοίγεται μια γραμμή διεξόδου, μέσω ενός διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού. Αν οι γυναίκες οδηγοί είναι απειλή και οι επαγγελματίες γυναίκες οδηγοί παραμένουν απειλή εκτός από αόρατες, οι λεσβίες οδηγοί ξεφεύγουν από τη νόρμα; Το φύλο και τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του επαναπροσδιορίζονται μέσω μιας διαφορετικής σεξουαλικής επιτέλεσης ή υιοθετούν τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του άλλου φύλου; Και για να το θέσω διαφορετικά και πέρα από τη λογοτεχνία, θέλουμε μια εξάλειψη των έμφυλων στερεοτύπων ή μια ανακίνηση του πεδίου εφαρμογής τους; Απάντηση δε θα δώσω, μπορείτε βέβαια να δώσετε εσείς, αν θέλετε, θαρρώ πάντως πως τo γέλιο της ηρωίδας αφήνει ανοικτό το ζήτημα∙ εξαρτάται από το πού θα το κατευθύνουμε, στη μετάθεση των στερεοτυπικών χαρακτηριστικών ή στον τριγμό που αυτή επιφέρει. Επιπλέον, αυτό το γέλιο είναι ταυτόχρονα και άθελά του επιθετικό και απελευθερωτικό, αποτίοντας περήφανα φόρο τιμής στις «μη–κανονικές» προσωπικές επιλογές. Φροϋδικά αναγνωσμένο, συνιστά μέσο εκτόνωσης της ψυχικής δαπάνης, η οποία διαφορετικά, ως επακόλουθο κοινωνικών και εσωτερικευμένων συμβάσεων, θα περιόριζε το άτομο((Βλ. Sigmund Freud, To ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο/ Το χιούμορ, μτφ. Λίνα Σιπητάνου, Γιώργος Σαγκριώτης, Πλέθρον, Αθήνα 2009, σ. 193.)). Ακόμη, ας μη μας διαφεύγει ότι στην παροντική στάση της ηρωίδας έχουμε μια μετατόπιση από τη λεπτή ειρωνεία, που εκείνη μεταχειρίζεται στο διήγημα της προηγούμενης συλλογής, μια μετεξέλιξη, που επιβάλλεται ενδεχομένως από την προϊούσα συσσώρευση μιας καταπιεστικής γραμμής, ή μάλλον πολλαπλών καταπιεστικών γραμμών, επάνω της.
Σε πιο θεωρητικό πλαίσιο, στην προσπάθειά μας να ξεκλειδώσουμε το συγκεκριμένο σημείο, μπορούμε να ανακαλέσουμε τη θεώρηση της Λυς Ιριγκαρέ, κατά την οποία μια γυναίκα δεν είναι οντολογικά προσδιορισμένη, δεν είναι αναπαραστήσιμη, αλλά συνιστά τη ‘’διαφορά΄΄ που προκύπτει από τη δυαδική αντίθεση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Δεν είναι δηλαδή απλώς το Άλλο του αρσενικού, είναι εκείνο που διαφεύγει((Βλ. Judith Butler, Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας, μτφ. Γιώργος Καράμπελας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009, σ. 45.)). Επιπλέον, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την Τζούντιθ Μπάτλερ, η επαναλαμβανόμενη επιτέλεση συγκροτεί το φύλο ως τέτοιο, γεγονός που έχει πολιτικές προκείμενες, συνιστά δηλαδή την απόληξη της διαχείρισης των επιθυμιών προς όφελος του ετεροκανονικού αναπαραγωγικού συστήματος και της πατριαρχικής οικογένειας((O.π. σ. 52.)). Μπροστά λοιπόν σε μια, κατά τα περιγραφόμενα, πολιτική οριοθέτηση των ταυτοτήτων, των σωμάτων και των επιθυμιών, διακρίνουμε στο εν λόγω μικρο-διήγημα και σε ορισμένα ακόμη της συλλογής, μια σειρά από επαναπροσδιορισμούς, που αναμοχλεύουν τον κανόνα και επιφέρουν τριγμούς στο οικοδόμημα των έμφυλων αναπαραστάσεων. Παρεμπιπτόντως, στην ίδια κατεύθυνση, με περισσότερο ίσως καταφανή την αντιπατριαρχική οπτική, κινείται το διήγημα της Τεμπρίδου «Η μαμά φοβάται πολύ» που δε θα το βρούμε στη συλλογή, αλλά στον τοίχο της Parallaxi Μαΐου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, στις Διαδοχικές ασυνέχειες, εκτός από την εργαζόμενη Άννα, εντοπίζουμε τα «παιδιά της γυάλας» («Χρυσόψαρα», σ. 28) που ζουν σαν τα χρυσόψαρα σε μια δυστοπική, αποστειρωμένη, λόγω της παραδοσιακής οικογένειας, πραγματικότητα («Αυτά που οι μανάδες τους τρέμουν μη δουν στο δρόμο τίποτα άντρες να φιλιούνται μεταξύ τους και γίνουν άλλο από αυτό που πρέπει»), τα οποία ετοιμάζονται (ή και όχι) μετά από αναπάντεχη εξωτερική παρότρυνση (η οποία μας κάνει να ανακαλούμε το πλατωνικό σπήλαιο), να σπάσουν τα δεσμά τους, αρκεί να καταφέρουν πρώτα να τα εντοπίσουν. Σε μια άλλη εκδοχή του επαναπροσδιορισμού των έμφυλων ταυτοτήτων, στο διήγημα «Γονικά» (σ. 33) συναντούμε τη σαραντάχρονη Λένα, η οποία μπροστά στην οικογενειακή, συντροφική, φιλική, άτυπη ή ρητή πίεση για την αναγκαιότητα της τεκνογονίας ως σημείου επιτέλεσης της γυναικείας ταυτότητας, «[β]λέπει από χρόνια οράματα με νήπια που κουτρουβαλούν από σκάλες και κολυμπούν στα αίματα», εγείροντας εντέλει τη συμπάθεια και την αναγνώριση του αφηγητή. Τέλος, στα «Είδωλα» (σ. 37), μεταξύ οράματος και πραγματικότητας, κυριολεξίας και μεταφοράς, ο αφηγητής αντικρίζει το θεό του στο πρόσωπο ενός κατά κόσμον τρελού, στον αυλόγυρο της Παναγίας της Λαοδηγήτριας. Σε αυτό το διήγημα, το επιτρεπτό ανακατεύεται με το βλάσφημο και το ψυχικά ‘’άρρωστο’’, η επιθυμία και η μνήμη («Τότε ήταν που θυμήθηκα πόσο έμοιαζες με θεό») με το άγνωστο, το παράδοξο και το ανοικειωτικό, υπενθυμίζοντάς μας τις συνδηλώσεις του σημαίνοντος ‘’θεός’’, αλλά ακόμη, αν θέλετε, και το λαϊκότροπο ‘’σ’ έχω κάνει θεό’’.
Προχωρώντας τη σκέψη μας σε πιο βαθιά νερά, τολμούμε να υποθέσουμε, πάντοτε με βάση το έργο, ότι πιθανόν το αρνητικό αντίστροφο αυτή της στάσης να μη συνίσταται απλώς στην κανονικότητα ενός γάμου, που κάνει το Μανόλη καλό, με μια ζωή χαρισάμενη, όπως αυτή προσδιορίζεται ειρωνικά στο πρώτο διήγημα, το τιτλοφορούμενο «Ανάθημα» (σ. 11), αλλά ότι βρίσκεται εξίσου στην οριακή γραμμή της ενσώματης και ψυχολογικής βίας που επιφέρουν οι κατά τ’ άλλα φυσιολογικές συμπεριφορές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συναντούμε τον Τάκη που μπορεί να παίζει με το δίδυμο αδερφό του παιχνίδια με τις αναπνοές τους, με ποτά, τσιγάρα, αλλά και ποντίκια, που μπορεί να αγαπά μια κοπέλα αλλά συγχρόνως «[α]κολουθεί τις νεαρές που βγαίνουν απ’ τα μπαρ και τις στριμώχνει στη γωνία. Κερδίζει όποιος γαμήσει τις περισσότερες. Με τη συγκατάθεσή τους ή χωρίς, αδιάφορον.» («Ο Τάκης και ο άλλος», σ. 13). Και έτσι το εν λόγω διήγημα, τρίτο κατά σειρά στη συλλογή, μας οδηγεί στην επανανάγνωση των δύο προηγούμενων, τα οποία και ξεκλειδώνει με αυτόν το μη αναμενόμενο θεματικά και τεχνοτροπικά τρόπο. Ως εκ τούτου η ανάγνωση του έργου γίνεται γραμμικά αλλά ενίοτε και με ανάποδη φορά. Δε θα αναφερθώ παραπάνω στα τρία αυτά διηγήματα, για να μην απομαγεύσω την ανάγνωσή σας. Θα επισημάνω μονάχα ότι ανακαλούν την κανονικότητα που προσλαμβάνει συχνά η βία, σεξουαλική, ψυχολογική, σωματική και λεκτική, στις κοινωνίες μας, την προσδιοριζόμενη και ως «κουλτούρα του βιασμού» και τις ρίζες της στις καθημερινές πρακτικές επιτέλεσης των ταυτοτήτων.
Στο πλαίσιο αυτό, το αντρικό βλέμμα δημιουργεί ακόμη και αποστροφή. Διαβάζουμε στο διήγημα «Pinastri» (σ. 34):
Προσπαθούσε να μου αφηγηθεί μια ταινία που τον ενθουσίασε κάποτε […]. Μια ταινία με γυναίκες και λεπιδόπτερα. Με μια μαζοχίστρια, αν μπορώ να το πω, και με μια κατ’ επίφαση σαδίστρια, τους ρόλους, τη ρουτίνα και το τελετουργικό τους.[…] Δεν μ’ αρέσουν οι γυναίκες, δεν μ’ αρέσουν οι κουλτούρες και δυσφορώ με τις πεταλούδες. Τον άκουσα υπομονετικά, λόγω μιας γλυκιάς υποχρέωσης που ένιωσα, κι ύστερα κλώτσησα την μπάλα στην άλλη άκρη και έτρεξα να τη βρω ή, αν μπορέσω, να χαθώ.
Το συγκεκριμένο διήγημα, όπως απορρέει από τον τίτλο και από εσωτερικούς δείκτες, αποτελεί σχόλιο στη γεμάτη διακειμενικότητα ταινία του Peter Strickland, Ο Δούκας της Βουργουνδίας (2014). Ενώ, ωστόσο, στην ταινία δημιουργείται μια συμφωνία μεταξύ των δύο γυναικών ηρωίδων ως προς τους ρόλους και τις εκάστοτε επιθυμίες, ακόμη και όταν αυτές επιφέρουν δυσφορία στη μία πλευρά, στο διήγημα της Τεμπρίδου η αποδοχή διαρρηγνύεται. Η απόρριψη είναι ολική, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα διαπραγμάτευσής της. Δεν υπάρχει οδός διαφυγής όσο η γυναικεία σεξουαλικότητα, όποια και αν είναι η εκφορά της, γίνεται αντικείμενο ηδονοβλεψίας. Η διέξοδος ορίζεται πέραν αυτής της οπτικής και πέραν του ηδονοβλεπτικού λόγου που την εκφράζει.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε πως ζητήματα που αφορούν τις έμφυλες ταυτότητες, τα σώματα που επιθυμούν άλλα σώματα και τους ανθρώπους που επιζητούν άλλους ανθρώπους, στη φαντασία, τη μνήμη και την πραγματικότητα, δεν κρύβονται κάτω από το λογοτεχνικό χαλί, αλλά συνιστούν διακριτά και σίγουρα όχι αδιάκριτα συστατικά του συγγραφικού σύμπαντος, μεταξύ άλλων γνωρισμάτων αυτού. Με άλλα λόγια, «Η σύμβαση» (σ. 10) από την προηγούμενη συλλογή (η ιστορία της Μάρτα και της Ροσάριο που περνούσαν κρυφά ένα βράδυ το χρόνο μαζί, ώσπου μετά από δεκαοχτώ χρόνια πέθανε η μία και τρελάθηκε η άλλη), ιστορία που έχει προσληφθεί ιδιαιτέρως θετικά από το κοινό και την κριτική, γίνεται παρόλα αυτά σε αυτή τη συλλογή παρωχημένη, σπάζει, και η Ροσάριο βγαίνει από τη ντουλάπα της, προτού χάσει τη ζωή ή τα λογικά της.