Της Αναστασίας Ευστράτογλου
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2018, η κιουρί@ τεύχος 0
Στην Αριστερά και στο κίνημα, είμαστε όλοι αντισεξιστές. Έτσι δεν είναι;
Μάλλον όχι ακριβώς. Ένα δύσκολο ερώτημα της εποχής μας είναι η σχέση του φύλου και της σεξουαλικότητας με την Αριστερά, τον κόσμο του κινήματος ευρύτερα, και τους οργανωμένους χώρους πολιτικής ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η εικόνα της Αριστεράς και του κινηματικού χώρου, υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, είναι αρκετά αντιφατική. Από τη μια πλευρά βλέπουμε την ελπιδοφόρα εμφάνιση νέων φεμινιστικών ομάδων εντός της Αριστεράς, αλλά και την ύπαρξη κάποιου αντισεξιστικού προτάγματος, όπως έδειξε το περιστατικό της υπεράσπισης της απολυμένης εγκύου από την εταιρεία Vresnet. Ταυτόχρονα, λίγοι μόλις μήνες πέρασαν από τότε που την Αριστερά απασχόλησε ένα περιστατικό σεξιστικής βίας, προερχόμενο από τους κόλπους της. Είναι σαφές, επομένως, ότι η σχέση των έμφυλων ζητημάτων με τον κινηματικό χώρο είναι πιο πολύπλοκη απ’ όσο ίσως δείχνει εκ πρώτης όψεως.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ζητήματα έμφυλου περιεχομένου μοιάζουν να απασχολούν περισσότερο, σε σχέση με το παρελθόν, τον κινηματικό χώρο. Παρατηρούμε, με άλλα λόγια, μια κάποια περαιτέρω ευαισθητοποίηση ως προς τα παραπάνω θέματα, ακόμα και από κάποιους χώρους που παραδοσιακά έφεραν στοιχεία διαφορετικής κουλτούρας. Ωστόσο, έχει σημασία να εξετάσουμε με ποιο τρόπο απασχολούν τα θέματα αυτά την πλειονότητα της Αριστεράς. Πολύ συχνά, βλέπουμε ότι ζητήματα έμφυλου περιεχομένου αντιμετωπίζονται σαν «αρνητικές εξωτερικότητες», σαν να συμβαίνουν αποκλειστικά και μόνο εκτός των τειχών της Αριστεράς και του α/α χώρου, που έχει ως δια μαγείας πετύχει την κάθαρση από κάθε είδους σεξιστικό κατάλοιπο. Μοιάζει, δηλαδή, σαν να θεωρούμε πως η εμπλοκή μας σε κάποιον κινηματικό πολιτικό χώρο σημαίνει αυταπόδεικτα ότι η πατριαρχική δομή της κοινωνίας μας αφήνει ανεπηρέαστες/-ους και άρα είναι περιττή η προσπάθεια εδραίωσης των φεμινιστικών προταγμάτων εντός του οίκου μας. Την ίδια στιγμή, τα ζητήματα αυτά μοιάζουν να απασχολούν την πλειονότητα των οργανωμένων πολιτικών χώρων σαν δυσάρεστα και προβληματικά μεν, όχι και τόσο σοβαρά δε, επιβεβαιώνοντας τη βαθιά επίδραση που εξακολουθεί να έχει το (πατριαρχικό) σχήμα πρωτευουσών και δευτερευουσών αντιθέσεων στις μέρες μας.
Μια τοποθέτηση, φεμινιστική και κινηματική, δεν μπορεί παρά να σταθεί κριτικά απέναντι σε μια τέτοια αντιμετώπιση των έμφυλων ζητημάτων. Είναι επιτακτικό να αναρωτηθούμε: ποιο είναι το φύλο της Αριστεράς και του κινηματικού χώρου εν γένει; Η δύσκολη αλλά αναγκαία απάντηση, καθώς μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μια αφετηρία μετασχηματισμού, είναι πως, δυστυχώς, το κίνημα έχει φύλο ανδρικό. Από το πρότυπο του άνδρα συνδικαλιστή, που καπνίζει και αγορεύει, ως τις μιλιταριστικές πρακτικές στις πορείες, και από τον έμφυλο καταμερισμό των εργασιών εντός των οργανώσεων ως την ομοφοβία, που οδηγεί σε εξαιρετικά μικρά ποσοστά ανοιχτά lgbtqi+ ατόμων στις ίδιες οργανώσεις, είναι εμφανές, σε όποια/-ον θέλει να το δει, ότι οι οργανωμένοι πολιτικοί χώροι κυριαρχούνται από αρρενωπότητες.
Η κατάσταση αυτή εντός της Αριστεράς και του α/α χώρου αντανακλά, πρώτον, την ευρύτερη κοινωνική κατάσταση αλλά και τον κυρίαρχο λόγο που εκφέρει η κοινή γνώμη. Με άλλα λόγια, οι απόψεις που κάνουν λόγο για το «τέλος της πατριαρχίας» χάρη στη νομική αναγνώριση της «ισότητας των δυο φύλων» και την υποτιθέμενη προσβασιμότητα επαγγελμάτων, ρόλων και επιλογών τώρα και στις γυναίκες, δεν αποτελούν φυσικά ίδιον της αριστεράς, αλλά μια mainstream άποψη των καιρών μας. Η Αριστερά και ο κινηματικός χώρος, φυσικά, γεννιούνται και δρουν ακριβώς εντός του κοινωνικού σχηματισμού που παράγει το λόγο αυτό, και άρα διαπερνώνται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Ακριβώς όπως και ο καπιταλισμός, έτσι και η πατριαρχία αποτελεί δομή και όχι υποκειμενική αντίληψη, γι’ αυτό και συναντάται παντού, τόσο ως εξωτερική πραγματικότητα, όσο και ως εσωτερικευμένη, ακόμα και ενσωματωμένη πραγματικότητα: όλοι και όλες, εντός και εκτός Αριστεράς και Κινήματος, την κουβαλάμε στις σκέψεις, στους ρόλους και στα σώματά μας. Μόνο η επίγνωση της κατάστασης αυτής και η καθημερινή και αδιάλειπτη προσπάθεια υπέρβασής της, και σίγουρα όχι η αντίληψη πως δεν υπάρχει πρόβλημα και ό,τι ήταν να γίνει έγινε, πως στους πολιτικούς μας χώρους αυτομάτως «δεν είμαστε έτσι εμείς οι αντικαπιταλιστές, τα έχουμε ξεπεράσει αυτά», μπορεί να μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στο φεμινιστικό πρόταγμα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως οι δομές που καταπιέζουν πολλές κοινωνικές ομάδες εδώ και αιώνες δεν ξεπερνιούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Συχνά, μάλιστα, επικαλύπτουν η μια την άλλη, δημιουργώντας τη συνθήκη της πολλαπλής υποτέλειας. Ωστόσο, ίσως είναι καιρός να επανεξετάσουμε το όραμα της Αριστεράς και του α/α χώρου, και να ορίσουμε εκ νέου την έννοια της καταπίεσης. Οι οργανωμένοι πολιτικοί χώροι, που έχουν αφιερώσει τους εαυτούς στους στην πάλη προς την ανατροπή ενός καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού συστήματος, αυτού του καπιταλισμού, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτός συνυπάρχει, διαπλέκεται και εξαρτάται από ένα άλλο, εξίσου καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό, αυτό της πατριαρχίας. Παρά τη διαπλοκή τους όμως, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι, με την πιθανή υπέρβαση του καπιταλισμού, θα υπερβούμε ταυτόχρονα και την πατριαρχία. Και, εν τέλει, κινηματική και ριζοσπαστική είναι η διαδικασία εκείνη που δίνει φωνή στις/στους από τα κάτω και αμφισβητεί εκείνη τη δυσμενή θέση, όσο και την εξαρτημένη από αυτήν προνομιακή θέση, που αποτελεί αντανάκλαση και καταστατική (αλληλο)προϋπόθεσή της. Με απλά λόγια, δεν υπάρχει υποτέλεια χωρίς προνόμιο, κατώτερ@ χωρίς ανώτερ@. Ακριβώς για το λόγο αυτό, τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, που παλεύουν για τη χειραφέτηση και την κοινωνική απελευθέρωση, πρέπει να κατανοούν την πολλαπλότητα των ιεραρχιών και των καταπιέσεων που κρύβει το υπάρχον σύστημα, δηλαδή να παλεύουν για την κοινωνία εκείνη όπου όλες και όλοι θα είναι ίσες και ελεύθερες, μετά και μακριά από τους ποικίλους μηχανισμούς πολλαπλών καταπιέσεων.
Μέχρι, όμως, να έρθει η ώρα εκείνη, έχει σημασία να σκεφτούμε εναλλακτικούς τρόπους να βιώνουμε τόσο το φύλο όσο και τη σεξουαλικότητά μας εντός των οργανωμένων πολιτικών χώρων στους οποίους δραστηριοποιούμαστε. Ένα αυτονόητο πρώτο βήμα, που είναι εξίσου πολύ σημαντικό όσο και δυσεύρετο, είναι να προσπαθήσουμε να καταστήσουμε τις οργανώσεις και τις κινηματικές δράσεις μας safe spaces, εντός των οποίων τα υποκείμενα να αποκτούν ένα βίωμα σεβασμού και αυτοδιάθεσης, και άρα να είναι ελεύθερα να αυτοπροσδιορίζονται και να βιώνουν χωρίς καταπιέσεις το φύλο, το σώμα και τη σεξουαλικότητά τους. Αυτό είναι δυνατόν μόνο μέσα από πρακτικές συμπεριληπτικές και δημοκρατικές, που αμφισβητούν τους κυρίαρχους ρόλους και επιταγές που επιβάλλει η πατριαρχία στα υποκείμενα. Ελπίδα μας δίνουν διάφορα παραδείγματα αυτοοργανωμένων, ιδίως, χώρων, κοντά και μακριά μας, που τολμούν να άρουν διαχρονικούς αποκλεισμούς και να θέσουν στο τώρα αντιπαραδείγματα νέων έμφυλων σχέσεων. Από την άρνηση των προσφύγων απεργών πείνας του Συντάγματος, τον περασμένο Νοέμβριο, να αφήσουν εκτός των διαπραγματεύσεων τις γυναίκες απεργούς, όπως απαίτησε η γερμανική πρεσβεία, μέχρι την γυναίκα ιθαγενή που σχεδιάζουν οι Ζαπατίστας να προτείνουν ως υποψήφια στις μεξικανικές προεδρικές εκλογές, η ελπίδα μοιάζει να βρίσκεται στην οργάνωση των καταπιεσμένων στη βάση νέων δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, στη βάση της άρσης των αποκλεισμών και σε πρακτικές που είναι στο τώρα συμπεριληπτικές, χειραφετησιακές και απελευθερωτικές.
Υ.Γ.: Δεν θα μπορούσε να λείπει μια μικρή αναφορά στη γειτονιά της καρδιάς μας, τα Εξάρχεια. Σε διάστημα περίπου ενός μήνα αυτήν την άνοιξη, ήρθε στο φως ένας αριθμός περιστατικών, εντυπωσιακά μεγάλος, ακόμα και για τις/τους πιο ρεαλίστριες/-ες. Απόπειρες βιασμού σε ασανσέρ σπιτιών, επιθέσεις σε κοσμηματοπωλεία, βιασμοί από μικροπωλητές, οργανωμένοι άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι «οι φεμινίστριες λένε τρέλες». Μερικές φορές, στα πιο αγαπημένα και απροσδόκητα μέρη, συμβαίνουν τα πιο απαίσια και προβληματικά περιστατικά. Αν δεν καταλάβουμε ότι κανένας χώρος, κυριολεκτικός και μεταφορικός, δεν είναι «καθαρός», δεν έχει πάψει να διαπερνάται από τις πιο κυρίαρχες των δομών, τα safe spaces θα παραμείνουν ευσεβείς πόθοι και οι υλικές νίκες θα γίνονται όλο και σπανιότερες. Από την αρχή, λοιπόν, και χωρίς κανένα επίδικο να θεωρείται δεδομένο. Ας ξαναπιάσουμε τα βασικά και ας δημιουργήσουμε, εκ νέου και στο τώρα, εκείνες τις εντελώς διαφορετικές σχέσεις, που θα είναι επιτέλους στο μπόι των αναγκών μας.