της Αλίκη Κοσυφολόγου
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1
Σχεδόν ιδρυτικά, η φεμινιστική προσέγγιση της οικογένειας συνδέεται με το αίτημα για αποφυσικοποιήση της μητρότητας, και την αναγνώριση του άνισου έμφυλου καταμερισμού ως θεμελίου της υλικής αναπαραγωγής των μελών της. Η οικονομική διάσταση της πατριαρχικής μορφής οικογένειας στη φεουδαρχία και στον καπιταλισμό, η πολιτική λειτουργία της οικογένειας ως «ιδιωτικής ζωής», καθώς και ο ρόλος της στη συγκρότηση των έμφυλων υποκειμενικοτήτων αποτελούν θέματα κεντρικού ενδιαφέροντος για τη φεμινιστική θεωρία και πολιτική. Το παρόν κείμενο δεν επιδιώκει μια εξαντλητική καταγραφή και ανάλυση των φεμινιστικών οπτικών για την οικογένεια. Η συνοπτική και επιλεκτική αναφορά σε ορισμένες από αυτές συνεισφέρει στoν εμπλουτισμό μιας σύγχρονης φεμινιστικής κριτικής αντίληψης για το ζήτημα.
Στο μυθιστόρημα Mary or the wrongs of Woman (Mαρία ή τα σφάλματα της Γυναίκας) (1798) της Μέρι Γουόλστονκραφτ (1759–1797) ο εγκλεισμός της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίας από τον εύπορο σύζυγο της σε ένα φριχτό άσυλο γίνεται το μέσο για την καταγγελία της πατριαρχικής βίας στο πλαίσιο της οικογένειας. Η γνωριμία της Μαρία με τη φτωχή και αναλφάβητη εργάτρια Τζενίμα αναδεικνύει την ταξική διάσταση της έμφυλης καταπίεσης στην εκβιομηχανιζόμενη Αγγλία καθώς και την κοινότητα των γυναικείων ζητημάτων. Τo τελευταίο και παρ’ ολίγον ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα της, αναγνωρίστηκε δίκαια ως πρόδρομο του ριζοσπαστικού φεμινισμού αποτελώντας ένα εμβληματικό σημείο αναφοράς για τον φεμινισμό του δευτέρου κύματος.
Ο Kαρλ Μαρξ αναγνώριζε ότι η μορφή της οικογένειας καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και περιέγραφε τη σύγχρονη οικογένεια ως έναν αποκλειστικά «αστικό» θεσμό, η λειτουργία του οποίου βασίζεται σε σχέσεις ιδιοκτησίας, σύμβαση συνοίκησης και ανταγωνιστικής σχέσης με άλλες οικογένειες((Γιάννης Μηλιός, Μάκης Σπαθής. Μαρξισμός και Οικογένεια (Ο ολοκληρωτισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας)», Tεύχος 6, Ιανουάριος–Μάρτιος 1984, Θέσεις, διαθέσιμο εδώ: http://www.theseis.com)). Η οικονομική λειτουργία της οικογένειας αναλύθηκε εκτενώς από τον Φρίντριχ Ένγκελς, στο έργο Η καταγωγή της οικογένειας (1884), της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, η καταπίεση των γυναικών συνδέεται με ιστορικά διαμορφωμένους τρόπους παραγωγής και οργάνωσης της οικονομίας. Ο μετασχηματισμός των κοινωνιών από τροφοσυλλεκτικές σε αγροτικές και στη συνέχεια σε βιομηχανικέςκαπιταλιστικές οδήγησε στον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας (νοικοκυριό / οικονομία) και στην υποτίμηση της γυναικείας εργασίας ως μη αμειβόμενης και ψευδώς ως μη παραγωγικής εργασίας στο πλαίσιο του νοικοκυριού(((επιμ) Αλεξάνδρα Ζαββού, Φάκελος σημειώσεων στο πλαίσιο του μαθήματος Κοινωνιολογία του φύλου για τα φεμινιστικά ρεύματα: Έμφυλες ανισότητες, Έμφυλη καταπίεση, Έμφυλη κυριαρχία, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2017 διαθέσιμο στο: https://student.cc.uoc.gr/uploadFiles/181-)). Αν και η σκοπιά του Ένγκελς αναπαρήγαγε έμφυλα στερεότυπα καθώς και μια ουσιοκρατική αντίληψη για τη γυναικεία φύση και δε μπορεί να θεωρηθεί φεμινιστική, έχει συνεισφέρει σημαντικά στην αναγνώριση και τεκμηρίωση της συλλογικής γυναικείας εμπειρίας στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της βιομηχανικής περιόδου, αναδεικνύοντας το υλικό υπόβαθρο της παραγωγικής εργασίας των γυναικών.
H ανάλυση του Ένγκελς υπήρξε το υπόβαθρο μεταγενέστερων αναλύσεων του σοσιαλιστικού φεμινισμού, ωστόσο δεν έμεινε αλώβητη από την κριτική ούτε σε αυτό το πλαίσιο. Η Αλέξανδρα Κολοντάι αναγνώριζε ως μοναδική δυνατότητα της καταπίεσης των γυναικών εντός της πατριαρχικής οικογένειας την κατάκτηση της οικονομικής αυτοτέλειας στην παραγωγική διαδικασία (Η κοινωνική βάση του γυναικείου ζητήματος, 1909). Από αυτή τη σκοπιά η ιδεολογία της πατριαρχίας η οποία φυσικοποιεί την έμφυλη ανισότητα, μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της ενδυνάμωσης της οικονομικής θέσης των γυναικών((Ruth Connell, «Socialist–Feminist Theory: An appraisal», Australian Left Review, No 68, 1979, σ.11.)).
Ο ρόλος του γυναικείου σώματος στο πλαίσιο της οικογένειας αποτελεί επίσης κεντρικό ζήτημα στη φεμινιστική βιβλιογραφία και πολιτική για την οικογένεια. Οι καμπάνιες για την αντισύλληψη που ξεκίνησε το 1916 η Έμμα Γκόλντμαν στις ΗΠΑ, απευθυνόμενη στις γυναίκες της εργατικής τάξης, εισήγαγαν την αντίληψη για την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος και συνεπώς της αναπαραγωγικής υγείας και των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων τους. Αν και η αφετηρία της πρωτοβουλίας της Γκόλντμαν ήταν η μεγάλη αύξηση των εκτρώσεων στα εργατικά στρώματα στις ΗΠΑ—οι οποίες πραγματοποιούνταν με διάφορες μεθόδους αυτό-πρόκλησης αποβολής και χωρίς ιατρική επίβλεψη—επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση των πολιτικών διεκδικήσεων του φεμινιστικού κινήματος διευρύνοντας την ατζέντα και με άλλα θέματα πέραν της διεκδίκησης της πολιτικής ισότητας. Η προσέγγιση της Γκόλντμαν αποτέλεσε αναφορά και για τις φεμινίστριες του δευτέρου κύματος και τις επεξεργασίες τους αναφορικά με τη θέση του γυναικείου σώματος στο πλαίσιο της οικογένειας.
Ο παιγνιώδης χαρακτηρισμός του, όχι και τόσο κλειστού, κύκλου των φίλων της Σιμόν ντε Μπωβουάρ και του Ζαν Πωλ Σαρτρ ως «οικογένεια» αντανακλούσε έμπρακτα μια ηθική αντίληψη–κριτική της λειτουργίας της συμβατικής μορφής της οικογενείας. Tόσο στο Δεύτερο Φύλο (1949), όσο και στο προγενέστερο έργο της Για μια Ηθική της Αμφισβήτησης (1947), η Μπωβουάρ περιγράφει το θεσμό της κυρίαρχης πατριαρχικής οικογένειας εντός γάμου ως βαθύτατα καταπιεστικό και συντριπτικό για άτομα που συμμετέχουν σε αυτόν, ιδίως για τις γυναίκες. Με αφετηρία την προσέγγιση ότι η καταπίεση των γυναικών εντός της οικογένειας θεμελιώνεται στην οικονομική της εξάρτηση, η Μπωβουάρ εκτιμούσε ότι η παραγωγική, μη αλλοτριωτική εργασία μπορεί να είναι χειραφετησιακή για τις γυναίκες ως κατηγορία((Simone de Beauvoir, The Second Sex, μτφρ: Constance Borde, Sheila Mallovant – Chevalier, Vintage Books, New York: 2011, σ.88.)).
Η Μονίκ Βιτίγκ λίγα χρόνια αργότερα, εκφράζοντας μια ακόμη πιο ριζοσπαστική αντίληψη για το φύλο και προτείνοντας τον ριζοσπαστικό λεσβιανισμό ως μια ανταγωνιστική στρατηγική για την εξάλειψη του κυρίαρχου πολιτικού καθεστώτος φύλου, δηλαδή της ετεροσεξουαλικότητας, εισήγαγε μια υλιστική–ιστοριστική κριτική του θεσμού της οικογένειας και της καταγραφής του ιστορικού του ρόλου μέσα στη μαρξιστική βιβλιογραφία. Ειδικότερα, άσκησε κριτική στον Μαρξ, ο οποίος στη Γερμανική Ιδεολογία (1846) χαρακτήριζε φυσικό τον έμφυλο καταμερισμό στο πλαίσιο της οικογένειας. Αναγνώριζε την απλήρωτη εργασία των γυναικών στην οικογένεια ως ένα κατάλοιπο της δουλείας, το οποίο μεταφέρθηκε αυτούσιο από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό((Shaktini Naskamar, On Monique Wittig: Theoretical, Political and Literary Essays, University of Illinois Press, σ. 29–30)).
Η αναγνώριση της οικογένειας ως κέντρου παραγωγής της εργατικής δύναμης και κατά συνέπεια ως θεμελίου της αναπαραγωγής του καπιταλισμού είναι μια αντίληψη που συναντάμε και τη δεκαετία του εβδομήντα στις θεωρητικές επεξεργασίες μαρξιστριών–εργατιστριών φεμινιστριών όπως για παράδειγμα στη δουλειά της ομάδας Lotta Femminista (Φεμινιστική Πάλη) στην Ιταλία. Επηρεασμένες και από τις επεξεργασίες του Μάριο Τρόντι στο Εργάτες και Κεφάλαιο (1966) για τον κεντρικό ρόλο της ταξικής πάλης στην κίνηση των κεφαλαίων και το εργοστάσιο, ή αλλιώς την παραγωγική επιχείρηση που μετασχηματίζει την κοινωνία σύμφωνα με τις ανάγκες, ανέπτυξαν την αντίληψη για την κοινότητα, «το σπίτι και την οικογένεια ως κέντρα παραγωγής της εργατικής δύναμης». Όπως επισημαίνει η Φεντερίτσι, που δεν αυτοπροσδιορίζεται ως μέρος της Lotta Femminista, αλλά ως έχουσα κοινές εμπειρίες αγώνα και θεωρητικών αναζητήσεων με αυτές τις φεμινίστριες, η αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της οικογένειας και του σπιτιού ως καπιταλιστικής κατασκευής, ήταν μια τομή για την περίοδο καθώς μέχρι τότε η οικογένεια αντιμετωπιζόταν αποκλειστικά ως «κληροδότημα των προκαπιταλιστικών σχέσεων((Από τη συνέντευξη που παραχώρησε η Σίλβια Φεντερίτσι στο Γιώργο Σουβλή* και την Αnkica Čakardić και την ο ποία μετέφρασε η Βαρβάρα Κυριλλίδου. «Ιστορίες για μάγισσες, μαρξιστικός φεμινισμός και πολιτικές εναλλακτικές, Συνέντευξη της Σύλβια Φεντερίτσι. Rednotebook, 06.01.2017, διαθέσιμο: https://rednotebook.gr/2017/01))».
Από μια διαφορετική αφετηρία, η Κάρολ Πέιτμαν (Carol Pateman) στο γνωστότερο έργο της Τhe Sexual Contract (1988) περιγράφει την πατριαρχική οικογένεια και τη θεσμική της έκφραση μέσω του γάμου ως το προϊόν του «σεξουαλικού συμβολαίου», το οποίο συνάφθηκε παράλληλα με το κοινωνικό συμβόλαιο στη νεωτερικότητα. Το «σεξουαλικό συμβόλαιο», αν και όπως επισημαίνει παραγνωρίζεται από τη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία που είναι δομικά ανδροκεντρική και πατριαρχική από την αφετηρία της, θεμελιώνεται στη χειραγώγηση–εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος, είτε ως αναπαραγωγικού σώματος είτε ως σεξουαλικοποιημένου σώματος. Αν και η αφετηρία της Πέιτμαν είναι η κριτική της συμβολαιικής αντίληψης στην πολιτική φιλοσοφία, καθώς το συμβόλαιο δε θεμελιώνεται σε ισότιμη μεταξύ αμοιβαία συμβαλλόμενων συμφωνία, αλλά στην υποταγή και στην καταπίεση, ακόμη και όταν αυτές είναι συγκαλυμμένες, όπως στην περίπτωση της αστικής δημοκρατίας, η προσέγγιση της για την οικογένεια και το γάμο θεμελίωσε μια φεμινιστική κριτική του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Η Άντζελα Ντέιβις στο κείμενο αναφοράς για το μαύρο φεμινισμό Γυναίκες, φυλή και τάξη (1981) μελετά την ανάπτυξη και λειτουργία της οικογένειας στον καπιταλισμό, την πατριαρχία και στην αποικιοκρατία. Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύει την πολλαπλότητα των καταπιέσεων που υφίστανται οι μαύρες γυναίκες, τόσο εντός της οικογένειας, αλλά και εκτός αυτής στο ακραίο καθεστώς απόσπασης υπεραξίας στο οποίο απασχολούνται εκείνες και οι σύντροφοι τους. Η προσέγγιση της Ντέιβις συνέβαλε στην αναβάθμιση και περαιτέρω πολιτικοποιήση της φεμινιστικής ανάλυσης της οικογένειας, αναδεικνύοντας την ιστορικότητα της διασύνδεσης έμφυλης καταπίεσης και λευκής αποικιοκρατικής βίας από το καθεστώς της δουλοπαροικίας μέχρι τον σύγχρονο καπιταλισμό. Η Ντέιβις άσκησε επίσης κριτική στο κίνημα για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα στις ΗΠΑ αναφορικά με τον στενά ταξικά και φυλετικά προσανατολισμένο χαρακτήρα του και την παραγνώριση των αναγκών των μαύρων, λατινοαμερικάνων, ιθαγενών και φτωχότερων λευκών γυναικών, οι οποίες δεν είχαν πρόσβαση σε πλήρη και αξιοπρεπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη((Όπως σημειώνει η Ντέιβις, αυτή η ανισότητα αυτή αναδεικνυόταν εκείνη την εποχή και μέσω της διατήρησης του θεσμού της δωρεάν χειρουργικής στείρωσης—κατάλοιπου της ρατσιστικής πολιτικής ρύθμισης του πληθυσμού από την εποχή της δουλείας—στην οποία κατέφευγαν οι μαύρες, λατινοαμερικάνες και φτωχές γυναίκες, ενώ η πρόσβαση στη νόμιμη και ασφαλή άμβλωση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη σταθερή εργασία με κοινωνική ασφάλιση που αποτελούσε το προνόμιο των λευκών μεσοαστικών στρωμάτων. Angela Davis, Women, Race and Class, Vintage Books: New York, 1983, σ. 118- 119.)).
Αποδίδοντας κεντρικό ρόλο για την αναπαραγωγή της εργασίας/εργατικής δύναμης στη φροντίδα που συμβαίνει στο πλαίσιο της οικογένειας, η Νάνσι Φρέιζερ αναλύει την κοινωνική αναπαραγωγή στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού (financialized capitalism). Όπως αναφέρει, παράλληλα με την εισαγωγή του μοντέλου της οικογένειας «των δύο κουβαλητών/τριών» («the two earner family») —με συνέπεια την έμπρακτη αμφισβήτηση του έμφυλου καταμερισμού των ρόλων μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και τη διάλυση της θεσμικής κοινωνικής φροντίδας— δημιουργούνται νέοι άτυποι χώροι κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου το βάρος της επωμίζονται άλλες κοινωνικές κατηγορίες, για παράδειγμα οι μετανάστες και οι μετανάστριες»((Κοσυφολόγου Αλίκη, «Νάνσυ Φρέιζερ: Η χρήση της κοινωνικής φροντίδας στο σύγχρονο καπιταλισμό», Εποχή, 21.12.2016.)).
Για τις φεμινίστριες που δραστηριοποιούνται στο μουσουλμανικό πλαίσιο, η κριτική της οικογένειας αποτελεί βασική αιχμή των θεωρητικών επεξεργασιών και πολιτικών τους διεκδικήσεων. Ειδικότερα, από τη σκοπιά του κοσμικού (secular) ισλαμικού φεμινισμού ο μετασχηματισμός της δομής της πατριαρχικής οικογένειας έχει αναδειχθεί σε ζήτημα κεντρικής σημασίας, ισάξιο με εκείνο της ανατροπής/κατάργησης του βαθύτατα καταπιεστικού θεσμικού πλαισίου για τις γυναίκες που είναι ακόμη σε ισχύ σε κάποιες από τις μουσουλμανικές χώρες. Εν προκειμένω, η αναφορά στη μουσουλμανική θρησκεία όταν γίνεται εξυπηρετεί την αμφισβήτηση της θρησκευτικής θεμελίωσης της διατήρησης της πατριαρχικής νομοθεσίας((«The Course and future of Islamic Feminism», Margot Badran in Conversation with Yosinder Sikand, Αhl-Αlquran, 13.10.2010, διαθέσιμο http://www.ahl-alquran.com.)).
Η πρακτική των Οικογενειών που επιλέγονται (Chosen Families) αναδεικνύεται ως μια στρατηγική υπέρβασης των πολλαπλών αποκλεισμών που το κυρίαρχο ετεροσεξουαλικό καθεστώς φύλου θέτει στις ΛΟΑΤΚΙ υποκειμενικότητες. Οι «οικογένειες που επιλέγονται» διευρύνουν την έννοια της οικογένειας απορρίπτοντας τη βιολογία ως το μοναδικό θεμέλιο των δεσμών συγγένειας. Αντίθετα, θεμέλιο της συνοχής αυτής της νέας μορφής οικογενειακής σχέσης είναι οι αξίες της αλληλεγγύης, της κοινότητας και του αμοιβαίου σεβασμού. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για ένα παράδειγμα που ξεφεύγει και από την ιδιωτική–ατομιστική ιδεολογία για τη βιολογική οικογένεια. Όπως αναφέρει μεταξύ άλλων η Kαθ Γουέστον στον πρόλογο του βιβλίου της Families we choose: Gays, Lesbians kinship (1991), πρόκειται για μια στάση ζωής που υπερβαίνει το θεμελιώδες αίτημα για ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ υποκειμενικοτήτων και αναμετριέται με τα θέματα της ταυτότητας, της τάξης, της φυλής, της ιδεολογίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης((Κath Weston. Families we choose: Lesbians, Gays, Kinship. New York: Columbia University Press, 1991, σ.xvi.)).
Η Τζούντιθ Μπάτλερ διαχωρίζει την έννοια του δικτύου αλληλεγγύης και κοινότητας των οικογενειών που επιλέγονται ως εναλλακτικών μορφών συγγένειας από τη θεσμική αναγνώριση των γάμων ομόφυλων ζευγαριών και της οικογένειας που δημιουργούν στο πλαίσιο αυτό. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα, η Μπάτλερ οπωσδήποτε αναγνωρίζει τη σημασία της άρσης των θεσμικών διακρίσεων σε βάρος των ομόφυλων ζευγαριών, ωστόσο αναρωτιέται με ποιους τρόπους η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους επιδρά και μετασχηματίζει αυτές τις νέου τύπου οικογενειακές ενώσεις((Judith Butler, “Is kinship always heterosexual?” A Journal of Feminist Cultural Studies, 13.01.2002, σ. 17–18, διαθέσιμο στο: https://warwick.ac.uk.)).
Στη βιβλιογραφία για την ελληνική εμπειρία του φεμινισμού και φεμινιστικού κινήματος, η κριτική στην πατριαρχική οικογένεια είναι κεντρική στις θεωρητικές επεξεργασίες και στην πρακτική. Ο άνισος έμφυλος καταμερισμός στο πλαίσιο της οικογένειας, η ενδοοικογενειακή βία, η αναπαραγωγή των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων για το φύλο, η οικονομική εξάρτηση των μη εργαζόμενων γυναικών, ο έλεγχος του γυναικείου σώματος και των αναπαραγωγικών του λειτουργιών αλλά και η νομιμοποίηση όλων των προηγούμενων μέσω του θεσμικού πλαισίου που ίσχυε τότε (Οικογενειακό Δίκαιο, Κ. Μπαλή, 1936) αποτέλεσαν κεντρικά ζητήματα για το μεταδικτατορικό φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του ογδόντα, η μαζική ένταξη των γυναικών στην μισθωτή εργασία σε συνδυασμό με τις θεσμικές τομές (μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου κα.) που έγιναν στον απόηχο ενός συνολικά επιδραστικού φεμινιστικού κινήματος, επηρέασαν τη μορφή της οικογένειας. Το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα στην Ελλάδα επίσης έχει αναδείξει τη διάσταση της ρύθμισης της σεξουαλικότητας και του ελέγχου των σωμάτων εντός του πλαισίου της οικογένειας. Η φυσική και ψυχολογική–ηθική βία σε βάρος των μη ετερόφυλων παιδιών εντός της οικογένειας, αλλά και ο ηθικός και θεσμικός αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από τη δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας—ο οποίος μέχρι και την αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, το 2015, ήταν σχεδόν απόλυτος—είναι μεταξύ άλλων, κεντρικά θέματα της πολιτικής ατζέντας του κινήματος και των πολιτικών του επεξεργασιών.