Της Αναστασίας Ματσούκα
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1
“Εξεταζόμενη στη διαρκή συνάφειά της και στην αέναη ροή της ανανέωσής της, κάθε κοινωνική διαδικασία παραγωγής είναι λοιπόν ταυτόχρονα και διαδικασία αναπαραγωγής. Οι όροι της παραγωγής είναι ταυτόχρονα οι όροι της αναπαραγωγής((Karl Marx, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος πρώτος, μετάφραση Θανάσης Γκιούρας, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, σ. 529.))”
Γιατί ένα κείμενο σε ένα φεμινιστικό τεύχος σχετικά με την οικογένεια να ξεκινάει με μια παράθεση του Κεφαλαίου; Θα υποψιάζεστε, πιθανώς, έχοντας διαβάσει και τον τίτλο του άρθρου, πως κάποιο επιχείρημα θέλει να αναδείξει, αναφορικά με τη σχέση φεμινισμού και μαρξισμού, η οποία ιστορικά δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερα εύκολη. Οι προσεγγίσεις για τη σχέση του φεμινισμού με την παραγωγή, την κοινωνική αναπαραγωγή και τις διάφορες αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού ποικίλουν και δημιουργούν ένα ευρύ φάσμα αντίστοιχων θεωριών, τρόπων σκέψης αλλά και δράσης: Η απόρριψη της σχέσης της έμφυλης καταπίεσης με άλλες μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης αφήνει τον φεμινισμό μόνο του ως αυτόνομη θεματική για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες. Η παραδοσιακή οικονομίστικη ανάλυση προσπαθεί να καθυποτάξει και να μειώσει τον φεμινισμό σε ένα είδος επιμέρους αγώνων που εξαρτώνται πάντα από την παραγωγή και την οικονομία. Η προσέγγιση της διαθεματικότητας, από την άλλη, προσπαθεί να αναγνωρίσει τη σημασία των επιμέρους αντιφάσεων και αγώνων, επιδιώκοντας να χτίσει και γέφυρες–τομές ανάμεσά τους. Τέλος, οι μαρξίστριες φεμινίστριες επιμένουν στη δυνατότητα και αναγκαιότητα μιας ενιαίας θεωρίας των αντιφάσεων της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Η τελευταία αυτή προσέγγιση θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα και στο πλαίσιο του παρόντος, ως μια θεωρία η οποία, κατά τη γράφουσα, αξίζει τον χρόνο και την προσοχή μας.
Η πλήρης αυτονομία των φεμινιστικών αναλύσεων και αγώνων: Φιλελεύθερο–δικαιωματικό πρότυπο
Για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες τα πράγματα είναι σχετικά απλά και φυσικά το ερώτημα της σχέσης έμφυλης με τις άλλες μορφές καταπίεσης δεν υφίσταται ή δεν τις απασχολεί στην πραγματικότητα. Ο φεμινισμός, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη προσέγγιση, έχει δικό του ειδικό περιεχόμενο και διεκδικήσεις, οι οποίες διαφοροποιούνται από τις διεκδικήσεις άλλων υποκειμένων και κινημάτων. Το ζήτημα της ισότητας των φύλων εντοπίζεται κατά βάση στη διεκδίκηση των σχετικών δικαιωμάτων και στη νομική κατοχύρωση της ίσης πρόσβασης στις ευκαιρίες της ελεύθερης αγοράς και του ελεύθερου κόσμου. Η ταξική, φυλετική και κάθε άλλου είδους καταπίεση, εφόσον αναγνωριστεί, ερμηνεύεται αντίστοιχα ως ζήτημα δικαιωμάτων προς κατοχύρωση, ενώ οι τομές των επιμέρους καταπιέσεων, αγώνων και διεκδικήσεων δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Η νομική κατοχύρωση δικαιωμάτων αποστερεί συνήθως από αυτό το είδος φεμινισμού το περιεχόμενο και το λόγο ύπαρξής του. Κατ΄ αναλογία, η ύπαρξη των εν λόγω δικαιωμάτων και η τυπική ισότητα αποτελούν επαρκή εξήγηση για τη μη περαιτέρω ανάγκη του φεμινισμού ή ακόμα και για τη μάχη κατά του φεμινισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του εν λόγω φεμινισμού αποτελεί το πρότυπο της Χίλαρι Κλίντον: στεγνός φιλελεύθερος φεμινισμός, με έμφαση στο δικαίωμα των γυναικών να αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας, αλλά με απουσία σύνδεσης με ζητήματα ταξικών και φυλετικών διακρίσεων και διεκδικήσεων πληττόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως των μεταναστριών και μεταναστών.
Η πρωτοκαθεδρία της παραγωγής: Το πρότυπο του οικονομισμού
Μια πρώτη εκδοχή υπό την οποία εμφανίζεται η σχέση φεμινισμού και μαρξισμού, είναι αυτή του επικαθορισμού της έμφυλης καταπίεσης από τις αντιφάσεις της παραγωγής και του εν γένει επιπέδου της οικονομίας. Η σχέση εκμετάλλευσης Κεφάλαιο–Εργασία γίνεται συνήθως αντιληπτή με τον στενότερο δυνατό τρόπο, με αποτέλεσμα να εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο πεδίο της παραγωγής. Οι επιμέρους αντιφάσεις και μορφές καταπίεσης τοποθετούνται σε μια διαφορετική σφαίρα, η οποία καθορίζεται και εξαρτάται αυστηρά από τους όρους της παραγωγής. Το κατεξοχήν πεδίο αγώνων για τη συγκεκριμένη προσέγγιση είναι το εργοστάσιο και οι οργανωμένοι χώροι εργασίας, ενώ οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του εργοστασίου (π.χ. το σπίτι, η φυλακή, το σχολείο) θεωρείται δευτερεύον πεδίο αγώνων χωρίς ταξικά χαρακτηριστικά.
Συνέπεια της συγκεκριμένης, στρεβλής και εξαιρετικά μονόπλευρης κατανόησης του ίδιου του μαρξισμού, είναι η αποκλειστική έμφαση στο κομμάτι των στενά ταξικών αντιφάσεων και εργατικών διεκδικήσεων με σκοπό την αλλαγή του μοντέλου παραγωγής. Η εξάλειψη των επιμέρους μορφών έμφυλης, φυλετικής και κάθε άλλης μορφής καταπίεσης θεωρείται πως θα επέλθει αυτόματα με την ανατροπή του παρόντος τρόπου παραγωγής και της «πρωτεύουσας» αντίφασης Κεφαλαίου–Εργασίας.
Αναζητώντας τα σημεία τομής: Η προσέγγιση της διαθεματικότητας((Ως διαθεματικότητα αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος «intersectionality».))
Η διαθεματικότητα αναδύθηκε ως μια προσπάθεια κατανόησης των πολλαπλών μορφών καταπίεσης και εκμετάλλευσης και εντοπισμού των σημείων τομής διαφορετικών ταυτοτήτων, αγώνων και διεκδικήσεων. Όπως υποδεικνύει και η ίδια η ετυμολογία του όρου «intersectionality», πρόκειται για το σταυροδρόμι εκείνο, όπου διακριτά μονοπάτια τέμνονται και συναντούν το ένα το άλλο. Ως θεωρία που προσπαθεί να υπερβεί τη μονομέρεια του φιλελεύθερου φεμινισμού, αλλά και της οικονομίστικης προσέγγισης, αναδεικνύει τις διαφορετικές μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης (οικονομική, έμφυλη, φυλετική κλπ) ως ξεχωριστές θεματικές που αντιστοιχούν σε αντίστοιχες διακριτές ταυτότητες των Υποκειμένων. Οι διακριτές σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης συγκροτούνται ανεξάρτητα η μια από τη άλλη και υπό προϋποθέσεις ενδέχεται να τέμνονται με άλλες σχέσεις καταπίεσης. Το ποιες, ήδη συγκροτημένες, μορφές καταπίεσης, ταυτότητες και σχέσεις θα συναντηθούν, αποτελεί λίγο έως πολύ ζήτημα τυχαίο και αστάθμητο.
Η προσέγγιση της διαθεματικότητας, αναγνωρίζοντας την ανάγκη σύνδεσης των πολλαπλών ταυτοτήτων, αποτελεί μια ειλικρινή προσπάθεια υπέρβασης της μονομέρειας και της αποσπασματικότητας των αναλύσεων γύρω από τις διαφορετικές μορφές καταπίεσης. Το ερώτημα, ωστόσο, στο οποίο δεν έχει καταφέρει να απαντήσει με πειστικότητα, είναι το πώς, γιατί και πότε συμβαίνει η τομή των διαφόρων παράλληλων ταυτοτήτων και αντιφάσεων. Οι φεμινίστριες αυτής της προσέγγισης αναγνωρίζουν πως τα υποκείμενα μπορεί να έχουν πολλές διαφορετικές ταυτότητες και να βιώνουν αντίστοιχες καταπιέσεις: ως γυναίκες, ως ομοφυλόφιλοι, ως μετανάστες, ως εργάτριες, ως θύματα της καταστροφής του περιβάλλοντος κλπ. Αυτό, όμως, στο οποίο δε δίνουν μια ικανοποιητική απάντηση, είναι πώς ακριβώς δημιουργούνται οι τομές ανάμεσα σε αυτές τις ταυτότητες και αν οι τομές αυτές μπορούν να οδηγήσουν και σε συνολικούς πολιτικούς αγώνες και διεκδικήσεις των υποκειμένων. Η απάντηση περί τυχαίας και αστάθμητης συνάντησης έχει υπάρξει αντικείμενο ιδιαίτερης κριτικής, ενώ αποτελεί και ένα από τα σημεία στα οποία η Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής φιλοδοξεί να δώσει καλύτερα επεξεργασμένες αποκρίσεις σε σχέση με την προσέγγιση της διαθεματικότητας.
Εσωτερική και αναγκαία σχέση των αντιφάσεων: Το διαλεκτικό πρότυπο της Θεωρίας Κοινωνικής Αναπαραγωγής((Απόδοση στα ελληνικά του όρου “Social Reproduction Theory”. Κάποιες από τις θεωρητικές εκπροσώπους της SRT είναι οι: Tithi Bhattacharya, Nancy Fraser, Susan Ferguson, Cinzia Arruzza. Η συγγραφή της παρούσα ενότητας στηρίχθηκε στο βιβλίο: Social Reproduction Theory. Remapping Class, Recentering Oppression, επιμ. Tithi Bhattacharya, Pluto Press, 2017.))
Η Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής αποτελεί μια προσπάθεια η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύ φάσμα((Κάποιες από τις πρώτες εκπροσώπους αυτού του πολύ ευρύτερου προβληματισμού που προσπαθεί να συνδέσει μαρξισμό και φεμινισμό, χωρίς βέβαια να καταλήγουν πάντα σε κοινές αναλύσεις και συμπεράσματα, είναι οι Mariarosa Dalla Costa, Selma James, Silvia Federici, Margaret Benston, Lise Vogel, Angela Davis.)) επεξεργασιών μαρξιστριών φεμινιστριών, με στόχο την υπέρβαση του οικονομίστικου προτύπου, όπως σκιαγραφήθηκε πιο πάνω, και τη συνένωση φεμινισμού και μαρξισμού σε ένα κοινό θεωρητικό πλαίσιο. Στόχος της συγκεκριμένης θεωρίας είναι να υπερβεί τον στρεβλό δυϊσμό παραγωγής και αναπαραγωγής, σύμφωνα με τον οποίο η πρώτη θεωρείται αντικείμενο στενά του μαρξισμού, ενώ η δεύτερη έχει να κάνει με όλες τις λοιπές αντιφάσεις οι οποίες θα εξαφανιστούν με την αλλαγή του τρόπου παραγωγής. Η Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής, επιστρέφοντας στον ίδιο τον Μαρξ, επιμένει σε μια κοινή θεωρία για την παραγωγή και την αναπαραγωγή, ως τις δύο όψεις του κοινού νομίσματος του καπιταλισμού.
Με τον όρο κοινωνική αναπαραγωγή, εννοούνται όλες εκείνες οι δραστηριότητες, οι συμπεριφορές, οι σχέσεις που εμπλέκονται στη διατήρηση της ζωής όπως τη γνωρίζουμε. Πρόκειται για όλα τα είδη κοινωνικής, πνευματικής, συναισθηματικής δραστηριότητας, τα οποία στοχεύουν στη διατήρηση του πληθυσμού και στην παραγωγή και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η εκπαίδευση, η οικογένεια, το σύστημα υγείας, οι συντάξεις, ο ελεύθερος χρόνος, η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, η μετανάστευση αποτελούν επιμέρους εκφάνσεις της συνολικής διαδικασίας αναπαραγωγής του πληθυσμού, ο οποίος θα πρέπει να είναι σε θέση να πουλά την εργατική του δύναμη, με σκοπό την παραγωγή εμπορευμάτων και κέρδους((Social Reproduction Theory. Remapping Class, Recentering Oppression, επιμ. Tithi Bhattacharya, Pluto Press, 2017, σ. 6–7)).
Η Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής, μελετώντας τη συγκεκριμένη σφαίρα δραστηριοτήτων, προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται κοινωνικά η κεφαλαιακή σχέση, αλλά όχι μόνο αυτό. Τη Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής ενδιαφέρει η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι διαφορετικές κατηγορίες καταπίεσης παράγονται ταυτόχρονα με την παραγωγή υπεραξίας((ο.π., σ. 14)). Η παραγωγή υπεραξίας, ως σχέση εκμετάλλευσης, και οι μορφές καταπίεσης με βάση το φύλο, τη φυλή κλπ, βρίσκονται σε δομική και αναγκαία σχέση μεταξύ τους, υποδεικνύοντας την οργανική ενότητα του καπιταλισμού ως συστήματος που παράγει εμπορεύματα και ταυτόχρονα παράγει και αναπαράγει την εργατική δύναμη και τους όρους διατήρησής του. Εδώ, δεν πρόκειται για απλές παράλληλες κατηγορίες ή ταυτότητες, που τυχαίνει να συναντηθούν ή όχι εντός της συγκεκριμένης πραγματικότητα, όπως συμβαίνει με την προσέγγιση της διαθεματικότητας. Η κάθε αντίφαση δε μπορεί να αποκοπεί και να αποτελέσει ένα εντελώς αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, ανάλυσης αλλά και διεκδίκησης. Κάθε σχέση καταπίεσης βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση και διάδραση με τις υπόλοιπες εσωτερικές σχέσεις, συγκροτώντας έτσι ένα δυναμικό, διαλεκτικό μοντέλο της ίδιας της καπιταλιστικά οργανωμένης πραγματικότητας.
Με πιο απλά λόγια, για τις μαρξίστριες φεμινίστριες της Θεωρίας Κοινωνικής Αναπαραγωγής, ένα δεδομένο υποκείμενο δεν υφίσταται εκμετάλλευση και καταπίεση ενίοτε ως γυναίκα, ενίοτε ως μαύρη, κάποιες φορές ως μετανάστρια και άλλες ως εργάτρια στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργασίας. Το υποκείμενο υφίσταται εκμετάλλευση και καταπίεση ταυτόχρονα ως γυναίκα, μαύρη μετανάστρια και εργάτρια εντός ενός καπιταλιστικού συστήματος, που η κάθε μορφή καταπίεσης είναι δομικά δεμένη με τις υπόλοιπες. Παραφράζοντας την H. Bannerji((Himani Bannerjii, Building from Marx: Reflections on Class and Race, Social Justice 32,2005, σ. 147)), η κάθε μορφή καταπίεσης μπορεί να αποκοπεί από τις υπόλοιπες εντός του καπιταλισμού, όσο το γάλα μπορεί να διαχωριστεί από τον καφέ αφού αναμειχθούν ή το σώμα μπορεί να διαχωριστεί από τη συνείδηση σε ένα ζωντανό άνθρωπο. Όπως γίνεται κατανοητό, λογική συνέπεια των ανωτέρω αποτελεί και η αδυναμία αυστηρού διαχωρισμού και διαμερισματοποίησης των αγώνων, η οποία είναι προσφιλής, τόσο στις φιλελεύθερες φεμινίστριες, όσο και στους υπέρμαχους της οικονομίστικης προσέγγισης για τους οποίους σημασία έχουν αποκλειστικά οι καθαροί ταξικοί αγώνες.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο ερώτημα με το οποίο ξεκινήσαμε: γιατί να αναφερόμαστε στο Κεφάλαιο και γιατί να μας απασχολεί η σχέση φεμινισμού και μαρξισμού σε ένα τεύχος για την οικογένεια; Αν διαβάσατε το παρόν άρθρο μέχρι το τέλος του, θα διαπιστώσατε πως αντικείμενό του δεν είναι η οικογένεια, αλλά το πώς σκεφτόμαστε και αναλύουμε ένα θεσμό ή μια προβληματική. Εντός ποιου θεωρητικού πλαισίου και με ποια αναλυτικά εργαλεία. Η οικογένεια, η μητρότητα, η σεξουαλικότητα, η γυναικεία χειραφέτηση αποτελούν έννοιες και θεματικές με τις οποίες η ομάδα Κιουρί@ ασχολείται από τη δημιουργία της. Και όταν μιλάμε και γράφουμε γι’ αυτές, πάντα υπάρχει το άγχος της σωστής προσέγγισης. Μια προσέγγιση για να είναι όσο το δυνατόν πιο σωστή, κατά τη γνώμη τουλάχιστον της γράφουσας, θα πρέπει να συνομιλεί με την πραγματικότητα, να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθής και να βγάζει νόημα με τον κόσμο ως όλον. Η αξιοποίηση των θεωρητικών εργαλείων του μαρξισμού, επιτρέπει στο φεμινισμό να διασφαλίσει τους προαναφερθέντες στόχους και σίγουρα η σύνδεση των δύο μέσα σε ένα κοινό θεωρητικό κάδρο και σε μια κοινή πρακτική, αποτελεί ένα εγχείρημα, τουλάχιστον ενδιαφέρον.