Του Γιάννου Λεβισιάνου
πρώτη δημοσίευση: Ιούνιος 2019 | η κιουρί@ | τεύχος 1
Ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική οικογένεια μεγαλώνει και γαλουχεί τα παιδιά της έχει ιδιαίτερη σημασία στη συγκρότηση του χαρακτήρα αυτών. Η κυρίαρχη συντηρητική αφήγηση, μάλιστα, εντάσσει την οικογένεια στο τρίπτυχο των αξιών που συγκροτούν την ελληνικότητα, μαζί με την αγάπη για τη θρησκεία και φυσικά για την πατρίδα. Τα τελευταία χρόνια, καθώς το μοντέλο της ελληνικής οικογένειας δέχεται αμφισβήτηση από πολλές πλευρές, δεν είναι πλέον καθόλου σπάνιο φαινόμενο παιδιά μεγαλωμένα σε τέτοιες οικογένειες να εκδηλώνουν ρητά και αυτοβούλως, ήδη από την εφηβεία, εναλλακτικές ταυτότητες φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού σε σχέση με τις προσδοκώμενες από τους γονείς και το ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον. Οφείλεται στο μεμονωμένο θάρρος ή την άγνοια κινδύνου των παιδιών με κούηρ ταυτότητα ή πρόκειται για ένα ακόμη τριγμό στα θεμέλια της ελληνικής οικογένειας;
Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει πως η οικογένεια είναι ένα από τα βασικά πεδία κοινωνικοποίησης των παιδιών, ενδεχομένως και το μοναδικό στις ηλικίες που απουσιάζει το σχολείο και οι συν αυτώ δραστηριότητες. Είναι άρα ο τόπος που αναπαρίστανται συμπεριφορές και πρότυπα φύλου και σεξουαλικότητας με την προσδοκία αυτά να εμπεδωθούν από τα παιδιά μέσω της μίμησης. Τα χρώματα των ρούχων, οι επιλογές του είδους των παιχνιδιών, η τρυφερότητα ή η απουσία αυτής, οι συμβουλές των γονιών και ο τρόπος, που επεξηγούν στα παιδιά τους τον άγνωστο σε αυτά κόσμο, είναι στοιχεία ικανά να κατασκευάσουν συγκεκριμένες ιδέες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Σε γενικές γραμμές η εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό των παιδιών είναι πως τα φύλα είναι δύο, άμεσα συναρτόμενα με τη βιολογία, οι γονείς τους αντιπροσωπεύουν τα δύο αυτά φύλα και τα ίδια πρέπει να υπηρετούν τις κανονιστικές επιταγές του φύλου τους.
Επιπλέον, η εποπτεία εκ μέρους των γονέων της σεξουαλικής ανάπτυξης των παιδιών τους, τα συντροφεύει σε όλη την περίοδο της εφηβείας τους αλλά και μετά από αυτήν. Ενώ η συμβίωση στο ίδιο σπίτι με τους γονείς εξαναγκάζει τα παιδιά σε μια περιορισμένη και όχι τόσο προστατευμένη προσωπική ζωή, ακόμα και η μετέπειτα ιδιωτική τους ζωή παραμένει διάτρητη. Η συνήθης πρακτική στο ελληνικό κοινωνικό συγκείμενο την περίοδο των μεταπολιτευτικών χρόνων τουλάχιστον, ήθελε τους γονείς να εξασφαλίζουν ένα σπίτι για τα παιδιά τους πολύ συχνά, αν όχι σχεδόν πάντα, δίπλα ή κοντά στην πατρική εστία((Ο πατρικός χαρακτήρας της εστίας αναφέρεται όχι ως θέση του γράφοντος αλλά επειδή η ίδια αναγνωρίζεται ως τέτοια στα πλαίσια των πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας.)). Με αυτόν τον τρόπο πολλά παιδιά , ενήλικες πλέον, δεν απογαλακτίζονταν((Και πάλι η χρήση του όρου ως μεταφορά της κυρίαρχης αντίληψης.)) από τους γονείς τους, την ίδια στιγμή που αυτοί συνέχιζαν να έχουν λόγο και εξουσία σε ένα σπίτι εκτός του δικού τους. Το φαινόμενο αυτό βέβαια αποδείχθηκε, κατά έναν περίεργο τρόπο, χρήσιμο όταν η κρίση στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα έφερε μαζί της θεμελιώδεις ανακατατάξεις στην ελληνική κοινωνία με αποτέλεσμα η συνεισφορά και αλληλεγγύη μεταξύ των μελών μιας οικογένειας να γίνουν αναγκαίο στοιχείο για την επιβίωση. Από την άλλη, εξίσου μεγάλη επίδραση είχε τα τελευταία χρόνια της κρίσης η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων διαμερισμάτων (airbnb) που στερεί τη δυνατότητα, κυρίως σε νέα και φτωχά κοινωνικά στρώματα, να νοικιάσουν σπίτι σε λογική τιμή και φυσικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση που το παρόν άρθρο εξετάζει, να φύγουν από το πατρικό τους. Η παραμονή με τους γονείς πλέον δεν είναι επιλογή ή προσωρινού χαρακτήρα περιορισμός λόγω οικονομικής ανέχειας, αλλά γίνεται αναγκαστική συνθήκη. Κι αν για ένα ετεροφυλόφιλο παιδί η κατάσταση αυτή έχει πολλές δυσκολίες, για ένα κουήρ τέκνο υπάρχει μία παραπάνω: η συστέγαση μιας εναλλακτικής σεξουαλικότητας με δύο ενδεχομένως πολέμιούς της.
Μιλώντας με ανθρώπους της συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας (φοιτητές ή μεταφοιτητές), μπορεί κανείς να διαπιστώσει ένα αρκετά μεγάλο εύρος στον τρόπο με τον οποίο οι γονείς διαχειρίζονται την αποκάλυψη της μη ετεροκανονικότητας των παιδιών τους((Οι ακόλουθες περιπτώσεις παρατίθενται από μνήμης και καμία σχέση δεν έχουν με μια συγκροτημένη επιστημονική ποιοτική μέθοδο έρευνας.)). Κάποια ζευγάρια συμβουλεύονται ψυχολόγο ή ψυχίατρο με διόλου προοδευτικές θέσεις και εισάγουν τα παιδιά τους σε «προγράμματα θεραπείας από την ομοφυλοφιλία» ενώ άλλα αντιδρούν με πιο ήρεμο τρόπο διατηρώντας την ελπίδα πως η επιλογή των παιδιών τους αποτελεί παροδική τάση πειραματισμού. Σίγουρα και οι δύο περιπτώσεις δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τα υποκείμενα που καλούνται να συμβιώσουν με τους γονείς τους στο ίδιο διαμέρισμα αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό που πλέον είναι έκθετος «εκτός ντουλάπας» και άρα σε θέση να δεχθεί κριτική.
Μια ακόμη κατηγορία γονέων είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προοδευτικοί (τηρουμένων των αναλογιών) και οι οποίοι δεν ανησυχούν για τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους αλλά για την αντιμετώπιση τους από την κοινωνία και για το κατά πόσο η ταυτότητα τους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην μετέπειτα εξέλιξη τους (επαγγελματική, κοινωνική κ.ο.κ). Βέβαια τα παραπάνω δε θα άξιζαν ενδεχομένως προσοχής αν το coming out, η δημοσιοποίηση της ταυτότητας του κάθε παιδιού, δεν είχε πάρει σχετικά μαζικές διαστάσεις στα χρόνια της κρίσης. Τα προηγούμενα χρόνια η σεξουαλική προτίμηση των νέων ήταν μια αόρατη πλευρά των παιδιών και η γνωστοποίησή της θεωρείτο κάποιου είδους ατύχημα((Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να αναζητηθούν στο κείμενο του Κ. Γιαννακόπουλου με τίτλο «Πολιτισμικές εννοιολογήσεις της μοναξιάς: συγγένεια, κοινότητα και πολιτικές του ΛΟΑΤ κινήματος στο βιβλίο Φύλο, σώμα, σεξουαλικότητες: ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα, επιμ. Α.Αποστολέλλη, Α.Χαλκιά, σελ.175–196)). Η κρίση αμφισβήτησε με εκκωφαντικό τρόπο τις σταθερές τις ελληνική οικογένειας και απελευθέρωσε ένα δυναμικό νέων ανθρώπων που δε βιώνει την εναλλακτική σεξουαλικότητα τους ως ενοχή αλλά ως συνειδητή επιλογή.
Τι ριζοσπαστικό έχει να μας προσφέρει η αμφισβήτηση της κυριαρχίας της ελληνικής οικογένειας; Η μαρξιστική προσέγγιση του ζητήματος αναγνωρίζει την οικογένεια ως μέσο ελέγχου και οριοθέτησης της κατανάλωσης, αλλά και ως μηχανή αναπαραγωγής της κυρίαρχης εξουσίας. Η οικογένεια συγκροτεί «νοικοκυριό» και τις αντίστοιχες ανάγκες, αναπαράγει το δυϊσμό των φύλων και άρα την παραγωγή προϊόντων για τον άνδρα και τη γυναίκα και μεριμνά για την πολιτισμική αναπαραγωγή του έθνους. Η διάρρηξη λοιπόν αυτής της ακολουθίας είναι πράξη βαθιά πολιτική. Η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης και του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια, η αναγνώριση της νέας ταυτότητας φύλου, χωρίς αναγκαστικά τη φυλομετάβαση, είναι βήματα που έχουν αξία από το πρίσμα της κριτικής στην οικογένεια, μαζί φυσικά (και κυρίως) με την καθημερινή πρακτική στο σπίτι, στους γονείς και στο δημόσιο χώρο. Εξάλλου ο φεμινισμός είναι ριζοσπαστικός όταν συνδέεται με τη μάχη για την ανατροπή των ευρύτερων καταπιέσεων που δέχονται τα υποκείμενα και επίσης η μάχη για την ανατροπή των κοινωνικών καταπιέσεων είναι ριζοσπαστικότερη (και αποτελεσματικότερη) αν διαπνέεται από το φεμινιστικό πρόταγμα.